Ἡ λέξη ἅγιος χρησιμοποιεῖται στήν ἁγία Γραφή κυρίως
γιά τόν Τριαδικό Θεό. Αὐτός εἶναι ὁ τρισάγιος ( Ἡσ. στ’ 3. Ἀποκ. δ’
8), «ὁ ἅγιος καί ἀληθινός» (Ἀποκ.
στ’ 10). Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: «Εἶς ἅγιος, εἶς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός...».
Μέ αὐτή τή βάση, ποία εἶναι ἡ θέση τῶν ἁγίων στήν Ἐκκλησία
μας; Ἔχουν δική τους ἁγιότητα; Ποιά εἶναι ἡ σχέση τους μέ τόν μόνον Ἅγιον,
μέ μᾶς τούς ἀδελφούς τους, μέ τή λοιπή δημιουργία; Αὐτά εἶναι μερικά
ἐρωτήματα, στά ὁποῖα θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε ἀπάντηση σ’ αὐτό
τό κεφάλαιο.
α) Μετοχή στήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ
Ἡ ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου θεμελιώνεται στήν ἁγιότητα
τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ ἴδιος ὁ
Θεός ὑπογραμμίζει στό λαό Του: «Ὅτι
ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν καί ἁγιασθήσεσθε καί ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι
ἅγιός εἰμι ἐγώ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν...» (Λευιτ. ια’ 44).
Ἡ κλήση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἁγιασμός, πού πραγματοποιεῖται
«κατά μετοχήν» στή ζωή τοῦ Θεοῦ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», μέ τήν ἔνταξη
τοῦ ἀνθρώπου στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό γίνεται σαφές σέ πολλά σημεῖα
τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Ὁ Χριστός διαβεβαίωσε ἐμᾶς τούς πιστούς πώς ὁ ἴδιος
εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου» καί ὅποιος
τόν ἀκολουθεῖ δέν θά περιπατήσει στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει «τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. η’ 12, πρβλ. ιθ’
46). Ὁ Χριστός εἶναι τό «ἀπαύγασμα
τῆς δόξης», δηλαδή ἡ ἀκτινοβολία τῆς δόξας τοῦ Πατρός (Ἑβρ. α’
3).
Ἀλλά καί ὁ άνθρωπος, «ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», φωτιζόμενος ἀπό τίς ἄκτιστες
θεῖες ἐνέργειες, ἔρχεται σέ «γνώσιν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Β’ Κορ.
δ’ 6). Γίνεται δηλαδή κοινωνός τῆς θείας δόξας (Ἰω. ιζ’ 22), μέτοχος
«τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἑβρ. ιθ’
10), «φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε’ 14),
«δόξα τοῦ Χριστοῦ» (Β’ Κορ. η’ 23).
«Ὅλοι ἡμεῖς», ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, «μέ ἀκάλυπτον πρόσωπον ἀντανακλῶντες
τήν δόξαν τοῦ Κυρίου μεταμορφωνόμεθα εἰς τήν ἰδίαν εἰκόνα μέ αὐτόν
ἀπό δόξης εἰς δόξαν» (Β’ Κορ. γ’ 18).
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει πώς ἐκεῖνος πού θά
ἀνταποκριθεῖ στήν ἀγάπη Του μέ τή δική του ἀγάπη, θά γίνει «ναός τοῦ Θεοῦ», «ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»,
«κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Πνεύματος» (Α’ Κορ. γ’ 16, στ’ 19.
Β’ Κορ. στ’ 16. Ἐφεσ. β’ 22. Ἰω. ιδ’ 23). Κάθε χριστιανός, πού ζεῖ μέσα
στή χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνεται «σύσσωμος
τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. γ’ 6), μέλος δηλαδή τοῦ θεανθρωπίνου Σώματός
Του, ζεῖ τήν ἴδια τή ζωή τοῦ Χριστού (Γαλ. θ’ 20) καί ἀκτινοβολεῖ τό θεῖο
φῶς (Β’ Κορ. δ’ 6). «Ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος
πού ἐνεργεῖ μέσα σας». Γι’ αὐτό πρέπει «ὅλα νά τά κάνετε χωρίς γογγυσμούς καί ἀμφισβητήσεις, γιά νά
γίνετε ἄμεμπτοι καί ἀκέραιοι, παιδιά τοῦ Θεοῦ ἀμώμητα μέσα σέ μία
γενεά διεφθαρμένη καί διεστραμμένη, μεταξύ τῶν ὁποίων λάμπετε
στόν κόσμο σάν ἀστέρια» (Φιλ. β’ 14-15, προβλ. Ἑβρ. ιγ’ 21).
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἀνταποκρίθηκαν σ’ αὐτή
τήν κλήση καί ἔζησαν τή ζωή τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. β‘ 20). Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος
Παῦλος προτρέπει: «Μιμηταί μου γίνεσθε,
ὅπως εἶμαι καί ἐγώ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. ια’ 1). Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ «μάρτυρες τοῦ Χριστού οἱ πιστοί» (Ἀποκ.
β’ 12) καί ἵστανται «ἐμπρός εἰς τόν
θρόνον καί ἐμπρός εἰς τό Ἀρνίον» (Ἀποκ. ζ’ 9). Ἡ ζωή τους εἶναι ἡ ἴδια
ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπαναλαμβάνεται μέ διάφορο τρόπο στόν καθένα
ἀπό αὐτούς. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν «διά τοῦ Πνεύματος» καί ἐβάδισαν «κατά Πνεῦμα» (Γαλ. ε’ 25)· ἦσαν «ἡ ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ... γραμμένη ὄχι μέ μελάνι, ἀλλά μέ τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὄχι εἰς λιθίνας πλάκας ἀλλά εἰς πλάκας καρδιῶν
σαρκίνων» (Β’ Κορ. γ’ 3).
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό
καί λουσμένοι μέ τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔζησαν σέ μικρογραφία
τήν ἴδια τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Οἱ σκέψεις τους, τά λόγια τους, οἱ πράξεις
τους, ἦσαν σκέψεις, λόγια καί πράξεις τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ ζωή τους
ἀποτελοῦσε καρποφορία τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή
τους. Ἔτσι οἱ ἅγιοι εἶναι ἡ «ἐν Χριστῷ
καινή κτίσις» (Β’ Κορ. ε’ 7), ἡ καινούργια δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι
τά ἔργα τοῦ Θεοῦ στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ζωή τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀντάξια
στήν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τήν ἔπλασε ὁ Θεός. Ἔτσι οἱ ἅγιοι μᾶς δείχνουν
ποιός εἶναι στήν πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος καί πῶς πρέπει νά ζεῖ. Ἡ
ζωή λοιπόν τῶν ἁγίων εἶναι μετοχή στή ζωή τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. β’ 20)· ἡ
δική τους ἁγιότητα ἀποτελεῖ μετοχή στήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ.
β) Τό ἄκτιστο φῶς
στή ζωή τῶν ἁγίων
Ἡ θεία δόξα, μέ τήν ὁποία περιβάλλονται οἱ ἅγιοι
τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἄκτιστη χάρη, πού στήν ἁγία
Γραφή ἐκφράζεται μέ τό ἄκτιστο θεῖο φῶς. Αὐτό τό φῶς ἀποκαλύπτει
τήν παρουσία καί τή δράση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο.
Στόν προφήτη Δανιήλ βλέπουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ νά ἐκπέμπεται
ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ σάν «φλόγα πυρός»
(Δαν. ζ’ 9). Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν καιόμενη βάτο (Ἔξοδ. γ’ 2 ἑξ.
Πράξ. ζ’ 30-33). Εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ πού ἐκπέμπει φλόγες πάνω στήν κορυφή
τοῦ ὄρους (Ἔξοδ. κδ ‘17) καί μεταδίδεται στό Μωϋσῆ, ὥστε κανένας νά
μή μπορεῖ νά τόν κυττάξει στό πρόσωπο (Ἔξοδ. λδ’ 29-30. Β’ Κορ. γ’ 7).
Ἡ ἴδια δόξα περιβάλλει τόν προφήτη Ἠλία, πού ἀνεβαίνει
στούς οὐρανούς «ἐν λαίλαπι πυρός καί
ἐν ἄρματι ἵππων πύρινων» (Σοφ. Σειρ. μη’ 49, 9. Δ’ Βασιλ. β’ 11). Περιβάλλει
καί ὁλόκληρο τό λαό τοῦ Θεοῦ (Ἡσ. ξ’ 19- 20). Εἶναι τό ἄκτιστο φῶς, πού
«περιέλαμψε» ἀργότερα τούς ποιμένες
τῆς Βηθλεέμ (Λουκ. β’ 9), τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ στό ὄρος τῆς μεταμόρφωσης
καί μεταδόθηκε καί σ’ αὐτά ἀκόμα τά ἐνδύματα τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. θ’
29. Ματθ. ιζ’ 2).
Τό ἄκτιστο θεῖο φῶς περιέλαμψε τούς Ἀγγέλους
στόν ἄδειο τάφο τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. κη’ 3. Μάρκ. ιστ’ 5. Λουκ. κδ’ 4), φανερώθηκε
στόν πρωτομάρτυρα Στέφανο (Πράξ. ζ’ 55), στόν ἀπόστολο Παῦλο (Πράξ.
θ’ 3, κβ’ 6-11) καί μεταδίδεται στούς ἀνθρώπους τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. ε’
14. Ἰω. ιζ’ 22. Β’ Κορ. γ’ 18).
Τά ἱερά συναξάρια μᾶς μιλοῦν πολλές φορές γιά φῶς,
μέ τό ὁποῖο περιεβάλλοντο οἱ ἅγιοι στή διάρκεια τῆς ζωῆς τους. Αὐτό
μποροῦσαν νά τό δοῦν ἀθῶα μικρά παιδιά καί ἄλλοι πιστοί ἄνθρωποι. Εἶναι
τό φῶς πού μεταμορφώνει ὁλόκληρη τή ζωή τῶν ἁγίων.
«Ἦλθεν γέρων τις», ἀναφέρει τό ἱερό συναξάριο
τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, «διά νά ὠφεληθῆ
ἐκ τῶν λόγων τοῦ ὁσίου. Ἐπειδή ὅμως εὗρε τήν θύραν τοῦ κελλίου κεκλεισμένην,
δέν ἐκτύπησε διά νά μή ἐνοχλήση. Ἀλλά παρατηρεῖ ἐκ μιᾶς σχισμῆς. Εἶδε
τότε τόν ὅσιον Ἀρσένιον εἰς πῦρ μεταβαλλόμενον καί ἔμεινεν ἀρκετήν
ὥραν ὄλος ἔμφοβος».
Καί στό ἱερό συναξάριο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἀναφέρεται:
«Μοναχή τις πάσχουσα ἀπό παράλυσιν
τῆς κεφαλῆς προσῆλθεν εἰς τόν ἅγιον ἱερουργοῦντα κατά τήν στιγμήν
τῆς θείας μεταλήψεως, ἀλλά βλέπουσα αὐτόν λάμποντα ἐκ θείου φωτός
ἐδειλίασε νά πλησιάση».
Ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γεμίσει μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί
γίνει «κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν
Πνεύματι» (Ἐφεσ. β’ 22), τότε ὅλα γίνονται γύρω της φωτεινά, ἀκόμη
καί τό σῶμα καί τά ἐνδύματα. Ὅλα μετέχουν στή δόξα τοῦ Θεοῦ καί ὅλα ἀποτελοῦν πηγή εὐλογίας.
Αὐτό βλέπουμε στήν περίπτωση τοῦ προφήτη Ἠλία. Λουσμένος στό ἄκτιστο
φῶς, ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς· καί ἡ μηλωτή πού ἄφησε στόν Ἐλισαῖο,
ἔγινε πραγματική πηγή εὐλογίας (Δ’ Βασιλ. θ’ 11 ἑξ.).
Χαρακτηριστικό εἶναι καί τό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα
ἀπό τή συνομιλία τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ μέ τόν Μοτοβίλωφ· τό
φῶς πού περιέβαλλε τόν ἅγιο μεταδίδεται καί στόν συνομιλητή του:
«— Πῶς μπορῶ νά γνωρίζω, ρώτησα τόν πατερούλη Σεραφείμ, ἐάν
εἶμαι καί ἐγώ εἰς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
—
Αὐτό εἶναι πολύ ἁπλό, φιλόθεε, μοῦ ἀπάντησε, διότι ὁ Κύριος
εἶπεν ὅτι ὅλα εἶναι ἁπλά δι’ ἐκεῖνον πού ἀποκτᾶ τήν γνώσιν. Μένοντες
οἱ Ἀπόστολοι εἰς αὐτήν τήν γνώσιν, ἔβλεπον πάντοτε ἐάν τό Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ εὑρίσκετο εἰς αὐτούς ἤ ὄχι. Διαποτιζόμενοι, λοιπόν, ἀπό τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί βλέποντας τήν συμπαραμονή Του μέ αὐτούς, διακηρύττουν
μέ βεβαιότητα ὅτι τό ἔργον των εἶναι εἰς ὅλα ἅγιον καί εὐάρεστον
εἰς τόν Θεόν. Ἔτσι ἐξηγεῖται διατί οἱ Ἀπόστολοι ἔγραφον “ἀπεφασίσθη
ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί ἀπό ἡμᾶς” (Πράξ. ΙΣ’ 28). Στηριζόμενοι μόνον
ἐπί τῆς βάσεως αὐτής συνιστοῦσαν τάς ἐπιστολάς των ὡσάν ἀλήθειαν ἀψευδῆ
πρός βοήθειαν ὅλων τῶν πιστῶν. Ἔτσι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐγνώριζον ἐντός
τῆς καρδίας των μέ τρόπον χειροπιαστόν τήν παρουσίαν τοῦ θείου Πνεύματος.
Ἰδού, λοιπόν, φιλόθεε, βλέπετε ὅτι αὐτό εἶναι ἁπλό;
—
Παρ’ ὅλα αὐτά δέν καταλαβαίνω πῶς μπορῶ τώρα νά εἶμαι ὁλοκληρωτικά
βέβαιος ὅτι εἶμαι «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Πῶς μπορῶ νά ξεχωρίσω μέσα
μου τήν ἀληθινή παρουσία Του;
Ὁ πατερούλης Σεραφείμ, ἀπάντησε:
—
Σοῦ εἶπα, φιλόθεε, ὅτι αὐτό εἶναι πολύ ἁπλό καί σοῦ διηγήθηκα
μέ λεπτομέρειες πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι
καί μέ ποιόν τρόπον μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν παρουσίαν Του μέσα
μας. Τί θέλεις, λοιπόν, παιδί μου;
—
Ἤθελα, εἶπα, νά τό κατανοήσω καλλίτερα!
Τότε μέ ἔπιασε ὁ πατήρ Σεραφείμ γερά ἀπό τούς ὤμους καί εἶπε:
—
Καί οἱ δυό μας τώρα, παιδί μου, εἴμεθα μέσα στό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ· διατί δέν μέ κυττάζεις στό πρόσωπο;
—
Δέν μπορῶ νά σέ κυττάξω, πατερούλη, τοῦ ἀπάντησα- ἀπό
τά μάτια σου βγαίνουν φλόγες, τό πρόσωπό σου εἶναι λαμπρότερο καί ἀπ’
τόν ἥλιο, μέ πονοῦν τά μάτια μου!
—
Μή φοβάσαι, φιλόθεε, καί σύ λάμπεις τώρα ὅπως ἐγώ· καί ἐσύ ἔχεις
τήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διαφορετικά δέν θά μποροῦσες
νά μέ δῆς ἔτσι...».
γ) Ἡ ἀρετή τῶν ἁγίων
μεταδίδεται στήν ἄλογο φύση
Ὁ ἄνθρωπος πού μένει πιστός στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί
πού ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτή μέ τή δική του ἀγάπη, δέχεται τή χάρη
τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ χάρη ξεχύνεται σέ ὅλο τό περιβάλλον τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου
καί τό καθιστᾶ εὐλογημένο. Οἱ ἅγιοι αἰσθάνονται τότε βαθύτατα τόν
σύνδεσμο τῆς ἀγάπης ὄχι μόνο μέ τούς συνανθρώπους, ἀλλά καί μέ ὁλόκληρη
τή δημιουργία. Αὐτόν τό σύνδεσμο ἐκφράζουν στή ζωή τους μέ πολλούς
τρόπους.
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ἔλεγε πώς ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος
«προσεύχεται κάθε στιγμή μέ δάκρυα
καί γιά τήν ἄλογο κτίση καί γιά τούς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας καί γι’ αὐτούς
πού τόν βλάπτουν, ὥστε νά διαφυλαχθοῦν καί νά συγχωρηθοῦν. Προσεύχεται
ἀκόμη καί γιά τά ἑρπετά, μέ τή μεγάλη του ἐλεημοσύνη, πού κινεῖται
μέσα στήν καρδιά του χωρίς μέτρο, ἔχοντας τήν ὁμοιότητα πρός τόν Θεό».
Οἱ ἅγιοι αἰσθάνονται ἑνωμένοι μέ ὁλόκληρο τόν
κόσμο. Νιώθουν προσωπική εὐθύνη γιά τή δημιουργία καί ζητοῦν νά μεταμορφώσουν
τά πάντα, νά τά ἐπαναφέρουν στήν πρωταρχική τους ἑνότητα καί ἁρμονία
(πρβλ. Ἰώβ ε’ 22).
«Πλησιάζει ὁ ταπεινόφρων ἄνθρωπος εἰς τά καταστρεπτικά θηρία», λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «καί μόλις
τόν ἴδουν, ἀμέσως ἡμερεύει ἡ ἀγριότης των καί τόν πλησιάζουν ὡς ἀφέντην
των καί κουνοῦν τό κεφάλι καί τοῦ γλύφουν τά χέρια καί τά πόδια του, ἐπειδή
αἰσθάνονται ἐπάνω του ἐκείνην τήν εὐωδίαν τήν ὁποίαν ἐσκόρπιζεν
ὁ Ἀδάμ πρό τῆς παρακοῆς. Καί αὐτό τό ὁποῖον μᾶς ἀφηρέθη τότε, μᾶς τό
ἔδωσε καινούργιον ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν παρουσίαν Του εἰς τήν γήν
καί ἀρωμάτισε μέ εὐωδίαν τό ἀνθρώπινον γένος... Ἀλλά ἀκόμη καί οἱ
δαίμονες μέ ὅλην των τήν θρασύτητα καί τήν πίκρα καί μέ ὅλην των τήν ὑπερηφάνειαν,
ὅταν πλησιάζουν τόν ταπεινόφρονα γίνονται ὡς χῶμα καί ὅλη των ἡ κακία
μαραίνεται καί ὅλα των τά τεχνάσματα καί ἡ πανουργία δέν ἔχουν πλέον
καμμίαν δύναμιν».
Συγκινητικά εἶναι τά παραδείγματα τῶν ἁγίων,
οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τό σύνδεσμο τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀγάπης καί μέ αὐτά
ἀκόμη τά ἄγρια θηρία.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Καππαδοκίας ἔστειλε ἱππεῖς
νά συλλάβουν τόν ἅγιο Μάμαντα, ἐκεῖνος προεγνώρισε τό γεγονός αὐτό
μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐξῆλθε νά τούς προϋπαντήσει.
«Συναντηθέντες δέ καί μη γνωρίζοντες οἱ στρατιῶται τόν ἅγιον,
ἠρώτησαν αὐτόν ἄν γνωρίζῃ ποῦ εὑρίσκεται ὁ Μάμας. Ὁ δέ μάρτυς εἶπεν
εἰς αὐτούς·
-
Κατά τό παρόν, ὦ φίλοι, πρέπει νά ἀναπαυθῆτε. Κατεβῆτε, ὅθεν,
ἀπό τούς ἵππους σας καί ἔλθετε μετ’ ἐμοῦ νά γευθῶμεν τροφῆς, κατόπιν
δέ ἐγώ θέλω σᾶς δείξει τόν Μάμαντα.
Ἐφιλοξενοῦντο, ὅθεν, οὗτοι ἀπό τόν ἅγιον διά τυροῦ καί ἄρτου
καί ἔτρωγον μέ μεγάλην ὄρεξιν, ἐκεῖνα τά ὁποῖα τούς προσέφερεν ὁ
καλός φιλευτής.
Ἦλθον δέ τότε κατά τήν συνήθειαν καί τά ἄγρια ζῶα διά νά ἀμελχθοῦν
ἀπό τόν ἅγιον, τά ὁποῖα εὐθύς ὡς εἶδον οἱ στρατιῶται ἐφοβήθησαν κατά
πολύ καί ἐγκαταλείποντες τό φαγητόν προσέδραμον εἰς τόν μάρτυρα
διά νά τούς βοηθήση, ὁ δέ ἅγιος τούς ἐνεθάρρυνεν. Εἶτα δέ θέλων νά
τούς ἀπαλλάξη καί ἀπό κάθε φροντίδα τούς εἶπε:
-
Ἐγώ εἶμαι ὁ Μάμας, τόν ὁποῖον ζητεῖτε. Ὅθεν σᾶς παρακαλῶ ἐπιστρέψατε
εἰς Καισάρειαν καί ἐγώ ἔρχομαι ἀμέσως ταχέως».
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γεράσιμος εἶχε ἕνα λιοντάρι σάν
πιστό ἀκόλουθο, στό ὁποῖο μάλιστα ἀνέθεσε νά φροντίζει τό γαϊδουράκι
του.
Τέτοια περιστατικά βρίσκουμε καί στήν ἁγία Γραφή.
Γιά τόν Δαυΐδ π.χ. ἀναφέρεται πώς στή νεανική του ἡλικία «ἔπαιζε
μέ τούς λέοντας ὡσάν μέ τά ἐρίφια· καί μέ τάς ἄρκτους ὡσάν μέ τά ἀρνία
τῶν προβάτων» (Σοφ. Σειρ. μζ’ 3, πρβλ. Α’ Βασιλ. ιζ’ 34-37). Γνωστή εἶναι
καί ἡ ἱστορία τοῦ Δανιήλ, πού ἐρρίφθη στό λάκκο τῶν λεόντων καί ἔμεινε
τελείως ἄθικτος μιά ὁλόκληρη νύχτα. Ὅμως τά ἴδια ἐκεῖνα θηρία κατασπάραξαν
ἀμέσως τούς συκοφάντες του, πρίν ἀκόμη φθάσουν στό βυθό τοῦ λάκκου.
Ὁ Δανιήλ περιφρόνησε τήν ἀπαγόρευση τοῦ Βασιλέα
τῶν Περσῶν Δαρείου καί προσευχόταν καθημερινά στόν Θεό. Οἱ δόλιοι
ἄρχοντες, πού παρέσυραν τόν Βασιλιά νά ἐκδόσει τή διαταγή γιά νά ἐξοντώσουν
τόν Δανιήλ, ἐπρόδωσαν τόν πιστό δοῦλο τοῦ Θεοῦ στό Δαρεῖο.Ὁ Βασιλιᾶς
λυπήθηκε εἰλικρινά καί μιά ὁλόκληρη ἡμέρα προσπάθησε νά βρεῖ τρόπο
νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν καταδίκη τοῦ Δανιήλ. Ὅμως οἱ πονηροί ἄνθρωποι
τοῦ εἶπαν:
«- Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου, βασιλεῦ, ὅτι συμφώνως πρός τόν νόμον τῶν Μήδων
καί τῶν Περσῶν, κανένα διάταγμα, καμμία ἀπαγόρευσις ἐκδιδομένη ὑπό
τοῦ βασιλέως δέν τροποποιεῖται.
Τότε ὁ Βασιλεύς διέταξε καί ἔφεραν τόν Δανιήλ καί τόν ἔρριψαν
εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων. Εἶπε δέ ὁ βασιλεύς εἰς τόν Δανιήλ:
-
Ὁ Θεός σου, τόν ὁποῖον σύ λατρεύεις
πάντοτε, αὐτός θά σέ γλιτώση ἀπό τόν κίνδυνον.
Καί ἔφεραν λίθον καί τόν ἔθεσαν εἰς τό ἄνοιγμα τοῦ λάκκου καί ὁ βασιλεύς
τόν ἐσφράγισε μέ τό δακτυλίδι του καί μέ τό δακτυλίδι τῶν μεγιστάνων
του, διά νά μή γίνη καμμία τροποποίησις ὑπέρ τοῦ Δανιήλ... Ὅταν ἦλθεν
ἡ πρωΐα καί ἐφώτισεν ἡ ἡμέρα, ἠγέρθη ὁ βασιλεύς καί ἔτρεξεν εἰς
τόν λάκκον τῶν λεόντων. Καθώς δέ ἐπλησίαζεν εἰς τόν λάκκον, ἐφώναξε
μέ φωνήν ἰσχυράν:
-
Δανιήλ, δοῦλε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεός τόν ὁποῖον σύ πάντοτε
λατρεύεις ἠμπόρεσε νά σέ σώση ἀπό τό στόμα τῶν λεόντων;
Τότε ὁ Δανιήλ ἀπήντησεν εἰς τόν βασιλέα:
-
Βασιλεῦ, εἰς τούς αἰῶνας νά ζήσης. Ὁ Θεός μοῦ ἔστειλε τόν
ἄγγελόν Του καί ἔκλεισε τά στόματα τῶν λεόντων καί τοιουτοτρόπως
κανείς ἀπό αὐτούς δέν μέ έἔβλαψε, διότι ἐγώ ἔπραξα ἀπέναντι τοῦ
Θεοῦ μου τό ὀρθόν καί εὐθές. Ἀλλά καί ἀπέναντί σου, βασιλεῦ, δέν διέπραξα
κανένα σφάλμα.
Τότε ὁ βασιλεύς ἐδοκίμασε μεγάλην χαράν καί διέταξε νά τόν ἀνασύρουν
ἀπό τόν λάκκον. Πράγματι τόν ἀνέσυραν ἀπό τόν λάκκον καί τόν εὗρον ἀβλαβῆ,
διότι ἐπίστευεν εἰς τόν Θεόν του.
Ὁ βασιλεύς διέταξε τότε καί ἔφεραν τούς ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι ἐσυκοφάντησαν
τόν Δανιήλ καί τούς ἔρριψαν εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων, αὐτούς καί τά
παιδιά των καί τάς γυναίκας των. Καί δέν πρόφθασαν νά φθάσουν εἰς τόν βυθόν
τοῦ λάκκου καί οἱ λέοντες τούς ἥρπασαν καί συνέτριψαν ὅλα τά κόκκαλά
των» (Δανιήλ 6, 14-24).
Τά παραδείγματα αὐτά ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων ἀνθρώπων
μᾶς φανερώνουν, ὅτι ἡ ἀρετή καί ἡ ἀγάπη τῶν γνησίων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ
μεταδίδεται καί βρίσκει ἀνταπόκριση σ’ ὁλόκληρο τό περιβάλλον
των, καί σ’ αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια θηρία. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ ἅγιοι
ἄνθρωποι ζοῦν ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή τή συμφιλίωση μέ ὁλόκληρη τή δημιουργία.
Αὐτή ἡ ἑνότητα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ θά ὁλοκληρωθεῖ
στούς ἔσχατους καιρούς, ὁπότε «οἱ λύκοι
καί τά ἀρνιά θά βόσκουν μαζί καί ὁ λέων θά τρώγη ἄχυρον ὡσάν τό βόῖδι,
τό δέ φίδι θά τρώγη τήν γῆν ὡσάν ψωμί. Δέν θά προξενήσουν πλέον καμμίαν
βλάβην καί κανένα κακόν εἰς τό ἅγιον ὄρος μου, λέγει Κύριος» (Ἡσ.
65, 25).
δ) Ἡ κακία τῶν μοχθηρῶν ἀνθρώπων
Ὅπως ἡ μετοχή τῶν ἁγίων στήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ
τούς φέρει κοντά στή λοιπή δημιουργία καί ἀποκαθιστᾶ τήν ἑνότητα
καί τήν ἁρμονία σέ ὁλόκληρη τήν κτίση, ἔτσι καί ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ
ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀρετή δημιουργεῖ δυσαρμονία καί ἐχθρότητα μέσα
στήν κτίση. Τοῦτο βλέπουμε σέ πολλές περιστάσεις.
Ἡ ἁγία Γραφή ὑπογραμμίζει αὐτή τήν ἀλήθεια, ἰδιαίτερα
στήν Παλαιά Διαθήκη:
«Ἐάν δέν ὑπακούσης εἰς τήν φωνήν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὥστε νά φυλάττης
καί νά ἐφαρμόζης ὅλας τάς ἐντολάς αὐτοῦ, τάς ὁποίας ἐγώ σήμερον σοῦ
δίδω, θά ξεσπάσουν ἐναντίον σου ὅλαι αὐταί αἱ κατάραι. Θά εἶσαι κατηραμένος
εἰς τήν πόλιν καί τόν ἀγρόν. Κατηραμέναι θά εἶναι αἱ ἀποθήκαι σου καί
τά περισσεύματά σου, τά προϊόντα τῶν ἀγρῶν σου, αἱ ἀγέλαι τῶν βοδιῶν
σου καί τά ποίμνια τῶν προβάτων σου» (Δευτ. κη’ 15-18.
Πρβλ. Ἡσ.
κδ’
3-7. Ἱερεμ. ζ’ 20. Λευϊτ. ιγ’ 25).
Οἱ πονηροί ἄνθρωποι μεταδίδουν τήν πονηριά καί
τήν κακία καί σέ ὁλόκληρο τό περιβάλλον τους, καί σ’ αὐτά ἀκόμη τά ἄψυχα
ἀντικείμενα (Ἰούδα 23).
Ὅταν ὁ Κορέ ἐπαναστάτησε κατά τῆς ἱερατικῆς τάξης
τήν ὁποία ἔθεσε ὁ Θεός, οἱ Ἰσραηλίται ἔλαβαν ἀπό τόν Θεό τήν ἐντολή
νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τίς σκηνές καί ἀπό τά πράγματα τῶν στασιαστῶν,
γιά νά μή ἀφανισθοῦν. Ἀποχωρισθῆτε, τούς λέγει, ἀπό τίς σκηνές τῶν ἀσεβῶν
αὐτῶν ἀνθρώπων καί μή ἐγγίσετε τίποτε ἀπό ὅσα ἀνήκουν σέ αὐτούς,
γιά νά μήν ἀφανισθῆτε λόγω τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν τους (Ἀριθ. ιστ’
26).
Στό βίο τοῦ ἁγίου Ἱλαρίωνα τοῦ Μεγάλου ἀναφέρεται
τό παράδειγμα φιλαργύρου, πού μετέδωσε τήν πονηριά του καί στα ρεβίθια
τοῦ κήπου!
Ὁ φιλάργυρος αὐτός ἐζήτησε νά λάβει συγχώρηση ἀπό
τόν ἅγιο καί ἔβαλε μεσίτη τούς μαθητές τοῦ ἁγίου, καί μάλιστα τόν
πλέον ἀγαπημένο του, τόν Ἡσύχιο. Γιά νά δημιουργήσει δέ μεγαλύτερη
συμπάθεια, τοῦ ἔφερε λίγα ρεβίθια χάριν φιλίας. «Ὁ δέ Ἡσύχιος», ἀναφέρει τό ἱερό Συναξάρι, «ὡς συνετός ὅπου ἦτο, δέν εἶπε τοῦ ἁγίου
τίς τά ἔφερε, μόνον τά ἔβαλε εἰς τήν τράπεζαν. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, ἐπειδή
εἶχε εἰς τήν καρδίαν του τόν Δεσπότην Χριστόν καί τοῦ ἐφανέρωσε τά ἀπόκρυφα,
ἐγνώρισε τήν ὑπόθεσιν καί κυττάζων αὐστηρά τόν Ἡσύχιον εἶπε:
-
Δέν αἰσθάνεσαι ὅτι ὄζουσι φιλαργυρίας, ἀλλά τά ἔφερες εἰς
τήν τράπεζαν;
Ὁ δέ Ἡσύχιος ταπεινά ἀπεκρίνετο:
—
Δέν ἠσθάνθην ἐγώ δυσωδίαν οὐδαμῶς εἰς αὐτά, πάτερ τίμιε.
Λέγει εἰς αὐτόν ὁ ὅσιος:
—
Δός τα εἰς τούς βόας, διά νά γνωρίσης ὅτι δέν ψεύδομαι.
Εὐθύς, λοιπόν, ὡς ἔβαλε τά ρεβίθια ἔμπροσθεν εἰς τούς βόας, ἔστρεψαν
ἐκεῖθεν τό πρόσωπον καί ἐφώναζαν ὡς νά ἔβλεπον πρᾶγμα φοβερόν καί
τέρας ἐξαίσιον».
ε)Ἡ ἐσχατολογική δόξα τῶν ἁγίων
Ἡ δόξα τῶν ἁγίων δέν εἶναι ἀκόμη ἡ τελική τους κατάσταση.
Γιατί τώρα ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ γίνεται φανερή «δι’ ἐσόπτρου, ἐν αἰνίγματι»,
σάν μέσα ἀπό καθρέφτη, ἀμυδρά. Ὅμως στή μέλλουσα ζωή οἱ ἄνθρωποι
τοῦ Θεοῦ θά ἀντικρύσουν ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς θείας δόξας, γιατί θά
δοῦν τό Θεό «πρόσωπον πρός πρόσωπον»
(Α’ Κορ. ιγ’ 12), «καθώς ἐστι» (Α’
Ἰω. γ’ 2) καί θά λάμψουν «ὅπως ὁ ἥλιος»
(Ματθ. ιγ’ 43, πρβλ. Ἀποκ. κα’ 9 – κβ’ 5. Ἡσ. ξ’ 19-20). Αὐτή τή δόξα προγεύονται
οἱ χριστιανοί σ’ αὐτή τή ζωή.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει τούς Φιλιππισίους
πώς ὁ Χριστός «θά μεταμορφώσει τό ταπεινό
μας σῶμα, ὥστε νά λάβει τήν ἴδια μορφή μέ τό ἔνδοξο σῶμα τοῦ Χριστοῦ
(«σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ») (Φιλιπ. γ’ 21) καί προτρέπει
τούς Κορινθίους νά δοξάσουν τό Θεό καί «ἐν τῷ σώματι» αὐτῶν (Α’ Κορ. στ’ 20).
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας προγεύθηκαν αὐτή τήν
πραγματικότητα. Δέν εἶναι βέβαια ὁ «ἀμαράντινος στέφανος τῆς δόξης»,
τόν ὁποῖο θά λάβουν ὅταν φανερωθεῖ ὁ Ἀρχιποιμένας Χριστός (Α’ Πέτρ.
ε’ 4), εἶναι ὅμως ἀνταύγεια τῆς τελικῆς ἐκείνης δόξας. «Αἱ δέ ὁδοί τῶν δικαίων ὁμοίως φωτί
λάμπουσι, προπορεύονται καί φωτίζουσιν, ἕως κατορθώσῃ ἡ ἡμερα»,
ἀναφέρει χαρακτηριστικά ἡ ἁγία Γραφή (Παροιμ. δ’ 18). Αὐτή ἡ τελεία
ἡμέρα ἀρχίζει μέ τήν ἐπάνοδο τοῦ Κυρίου, ὅπου οἱ ἅγιοι θά ἐνδυθοῦν
τά ἀφθαρτοποιημένα σώματά τους καί θά λουσθοῦν μέ τήν αἰώνια δόξα
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
στ) Οἱ προσευχές
τῶν ἁγίων
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός
Σωτήρας μας· Αὐτός προσέλαβε τόν κτιστό ἄνθρωπο καί τόν ἔφερε σέ ἀληθινή
κοινωνία μέ τόν Ἄκτιστο Θεό- δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά
φθάσουμε «πρός τόν Πατέρα», εἰμή
διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ἰω. ιδ’ 13-14. Α’ Τιμ. β’ 5. Πράξ. δ’ 12. Α’ Πέτρ.
α’ 18-19).
Ὅμως ὁ Θεός σώζει καί χάρη στήν ἀγάπη ἐκείνων πού
Τόν ἀγαποῦν. Ἡ Θεία ἀγάπη, πού περιβάλλει
τούς ἁγίους, σώζει ἀκόμη καί ὁλόκληρες πόλεις. «Πῶς νά διατεθῶ ἀπέναντί σου, Ἐφραίμ; Νά σέ ὑπερασπισθῶ, Ἰσραήλ;
Πῶς νά σέ μεταχειρισθῶ; Νά σέ καταστρέψω ὡς τάς πόλεις Ἀδαμά καί Σεβωίμ;
(πρβλ. Δευτ. κθ’ 22). Μετεστράφη ἡ καρδία
μου ἐντός μου... Δέν θά ἐγκαταλείψω τόν Ἐφραίμ διά νά ἐξαφανισθῆ, διότι
ἐγώ εἶμαι Θεός καί ὄχι ἄνθρωπος δέν θά εἰσέλθω εἰς τήν πόλιν νά τήν καταστρέψω»
(Ὠσηέ ια’ 8-9, πρβλ. Γέν. ιη’ 23, 39. Ἰουδίθ η’ 31). Ὁλόκληρος ὁ πληθυσμός
τῆς πόλης σώζεται χάρη στόν τρυφερό δεσμό τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης τῶν
ἁγίων ἀνθρώπων.
Ἕνας προφήτης μπορεῖ νά προσευχηθεῖ στό Θεό καί ὁ
Κύριος νά δώσει ζωή σ’ ἐκεῖνον γιά χάρη τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ προσευχή
(Γέν. κ’ 7). Εἶναι πράγματι συγκινητική ἡ «παρέμβαση» τοῦ Μωϋςῆ, πού ἱκετεύει τόν Κύριο νά σταματήσει
τήν ὀργή Του ἐναντίον τοῦ λαοῦ, γιά νά μή γίνει «καταγέλαστος» στούς Αἰγυπτίους. Δέν παραλείπει νά μνημονεύσει
τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ, τόν Ἰακώβ καί νά ζητήσει γιά χάρη τους τή σωτηρία
τοῦ λαοῦ. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς «παρέμβασης»
ἦταν ὁ «ἱλασμός», τό ἔλεος τοῦ
Θεοῦ! (Ἔξοδ. λβ’ 11-14, προβλ. Ἱερεμ. ζ’ 16).
Ἡ ἀγάπη «οὐδέποτε
ἐκπίπτει», ποτέ δέν θά παύσει νά ὑπάρχει καί νά συνδέει μέ τρυφερό
δεσμό ὅλα τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀναμεταξύ τους (Α’ Κορ. ιγ’
8), «μετά πάντων τῶν ἁγίων», μέ ὁλόκληρη
τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἀποδεικνύεται
καί μέ ἀμοιβαῖες προσευχές. Ἡ ἐπί γῆς ἀγωνιζόμενη Ἐκκλησία τελεῖ
τή θεία εὐχαριστία καί ὑπέρ πάντων τῶν ἁγίων, ἐνῶ οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας
Ἐκκλησίας ἀπαντοῦν στή δική μας ἀγάπη μέ τίς δικές τους ἱκεσίες καί
προσευχές γιά χάρη μας.
Οἱ προσευχές τῶν ἁγίων εἶναι οἱ χρυσές φυάλες, γεμάτες
θυμιάματα, πού εἶχαν οἱ εἰκοσιτέσσερες πρεσβύτεροι, τούς ὁποίους
ὁ Ἰωάννης εἶδε νά πέφτουν «ἐνώπιον
τοῦ Ἀρνίου» (Ἀποκ. ε’ 8). Ὁ Ἰωάννης εἶδε ἀκόμη τίς ψυχές τῶν μαρτύρων
«κάτω ἀπό τό θυσιαστήριο» καί
τίς ἄκουσε νά κράζουν «μέ φωνήν μεγάλην»
καί νά λέγουν:
«- Ἔως πότε, Δέσποτα ἅγιε καί ἀληθινέ, δέν θά κρίνεις καί δέν θά
ἐκδικηθεῖς διά τό αἷμα μας τούς κατοίκους τῆς γῆς;». Καί ὁ ἀπόστολος συνεχίζει τήν περιγραφή:
«Κατόπιν ἐδόθη εἰς τόν καθένα ἀπό αὐτούς μία ἐνδυμασία λευκή
καί τούς ἐλέχθη νά ἀναπαυθοῦν ὀλίγον χρόνον, ἕως ὅτου συμπληρωθῆ ὁ
ἀριθμός τῶν συνδούλων των καί τῶν ἀδελφῶν των, οἱ ὁποῖοι μέλλουν νά
σκοτωθοῦν ὅπως καί αὐτοί» (Ἀποκ. στ’
9-11, πρβλ. Δαν. η’ 13). Αὐτή ἡ εἰκόνα δείχνει πόσο ἑνωμένοι μαζί μας
εἶναι οἱ ἅγιοι καί πόσο συμμετέχουν στή χαρά καί στή λύπη μας, πρεσβεύοντας
γιά μᾶς μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Λουκ. ιε’ 7).
Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἀναφέρεται καί στήν πρός Ἑβραίους
ἐπιστολή. Ὁ ἀπόστολος λέγει ἐκεῖ χαρακτηριστικά γιά τούς ἁγίους
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πώς «ἄν καί εἶχον
καλήν μαρτυρίαν διά τήν πίστιν των, δέν ἔλαβον ὅ,τι τούς εἶχεν ὑποσχεθῆ
ὁ Θεός, διότι εἶχεν ὁ Θεός προβλέψει κάτι καλλίτερον ἀναφορικῶς
μ’ ἐμᾶς, διά νά μή φθάσουν ἐκεῖνοι εἰς τήν τελειότητα χωρίς ἐμᾶς»
(Ἑβρ. ια’ 39-40).
Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου ἐπανέρχεται πολλές φορές
στούς ἁγίους «ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ
Θεοῦ» (Ἀποκ. ζ’ 15). Οἱ προσευχές τους προσφέρονται στόν Θεό σάν θυμιάματα
ἀπό ἀγγέλους «ἐπί τό θυσιαστήριον
τό χρυσοῦν τό ἐνώπιον τοῦ θρόνου». Καί «ὁ καπνός τῶν θυμιαμάτων μέ τάς προσευχάς πάντων τῶν ἀγίων ἐκ
τῆς χειρός τοῦ ἀγγέλου» ἀνέβη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μᾶς βεβαιώνει ὁ
Ἰωάννης (Ἀποκ. η’ 3-4. Πρβλ. Ἀποκ. ια’ 16-18).
Κάθε ὀρθόδοξος χριστιανός μπορεῖ στήν ἰδιωτική
του προσευχή ν’ ἀπευθυνθεῖ σέ ὁποιοδήποτε μέλος τῆς ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίας,
εἴτε εἶναι ἀναγνωρισμένος ἅγιος εἴτε ὄχι. Ὅπως παρατηρεῖ σύγχρονος
ὀρθόδοξος θεολόγος, θά ἦταν πολύ φυσικό πράγμα γιά ἕνα ὀρφανό παιδί
νά ἐπικαλεῖται ὄχι μόνο τή μεσολάβηση τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου καί
τῶν ἁγίων, ἀλλά καί τίς πρεσβεῖες τῶν δικῶν του γονέων. Ὅμως στήν κοινή
λατρεία ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνει συνήθως δεήσεις μόνο πρός ἐκείνους
πού εἶναι ἀναγνωρισμένοι ἅγιοι.
Ὅταν λοιπόν τιμοῦμε τούς ἁγίους, ὅταν τούς παρακαλοῦμε
νά μεσολαβήσουν γιά μᾶς στόν Θεό, ὅπως θά κάναμε καί γιά ἕνα ζῶντα ἀδελφό
μας, σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τῶν ἀποστόλων (Κολ. δ’ 3. Α’ Θεσ. ε’ 25.
Β’ Θεσ. γ’ 1. Ἑβρ. ιγ’ 18), αὐτό δέν σημαίνει πώς ἐξαρτᾶμε τή σωτηρία
μας ἀπό αὐτούς. Ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ καί σώζει τόν ἄνθρωπο εἶναι ὁ Χριστός,
«ὁ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν, ὁ ἀληθινός Θεός,
ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων».
Ἡ Παναγία, οἱ ἄγγελοι καί ὅλοι οἱ ἅγιοι δέν σώζουν
τόν ἄνθρωπο, ἀλλά «πρεσβεύουν»
γι’ αὐτόν, τόν «ἐνδυναμώνουν», τόν
«προστατεύουν» καί ἀναπέμπουν
στό Θεό προσευχές καί ἱκεσίες ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν καί ὁμοδούλων τους.
Αὐτή εἶναν ἡ πίστη τῶν ὀρθοδόξων χριστιανών: Ἡ πίστη
στόν ἕνα καί μοναδικό Σωτήρα Χριστόν καί ἡ πίστη στήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων
τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἁγίων, πού εἶναι ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς
Ἁγίας Τριάδος. Τοῦτο ἐκφράζει ἄριστα ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας:
«Δόξα σοι, Χριστέ ὁ Θεός, ἡ ἐλπίς ἡμῶν, δόξα σοι· ὁ ἀναστάς ἐκ
νεκρῶν, Χριστός ὁ ἀληθινός Θεός ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς Παναχράντου
καί παναμώμου ἁγίας αὐτοῦ Μητρός, δυνάμει τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ
σταυροῦ, προστασίαις τῶν τιμίων ἐπουρανίων δυνάμεων ἀσωμάτων, ἱκεσίαις
τοῦ τιμίου ἐνδοξου προφήτου προδρόμου καί βαπτιστοῦ Ἰωάννου.. καί
πάντων τῶν ἁγίων, ἐλεήσαι καί σώσαι ἡμᾶς, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος
καί ἐλεήμων Θεός».
ζ) Ὁ Θεός εἰσακούει τίς προσευχές τῶν ἁγίων
Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε προκύπτει πώς ὁ Θεός δέχεται
τίς προσευχές τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί ἀνταποκρίνεται θετικά σ’ αὐτές.
Ἡ οἰκειότητα τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἁγίους ἀνθρώπους καί
ἡ εὐαισθησία, θά ἔλεγε κανείς, τοῦ Θεοῦ γιά τή γνώμη τῶν ἀφωσιωμένων
παιδιῶν Του προξενεί μεγάλη ἐντύπωση.
Ὁ Ἀβραάμ διαπραγματεύεται μέ τόν Θεό τή σωτηρία
τῶν Σοδόμων καί Γομόρων σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νά κάνει συνεχῶς νέες
προτάσεις στόν Θεό καί Ἐκεῖνος νά τίς ἀποδέχεται (Γέν. ιη’ 23-33).
«Καί τώρα ἄφησέ με νά καταστρέψω αὐτούς ἐπάνω στή δικαία μου
ὀργή καί νά κάνω τούς ἀπογόνους σου ἔθνος μέγα», λέγει ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ. Καί ὁ ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος τοῦ ἀπαντᾶ
μέ τούς χαριτωμένους ἐκείνους λόγους, πού φανερώνουν ὅλη τήν οἰκειότητα
καί τήν ἁπλότητα στίς σχέσεις του μέ τό Θεό:
«Διατί, Κύριε, θυμώνεις καί ὀργίζεσαι μέ τό λαό Σου, τόν ὁποῖο
ἐξήγαγες ἀπό τήν Αἴγυπτο μέ μεγάλη ἰσχύ καί μέ τήν παντοδύναμο δεξιά
Σου;» (Ἔξοδ. λβ’ 9-11). Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς πληροφορεῖ πώς ὁ
Θεός ἄκουσε τή δέηση αὐτή τοῦ Μωϋσῆ καί δέν ἐτιμώρησε τό λαό (Ἔξοδ.
λβ΄ 14, πρβλ. Ψαλμ. ρε’ 23. Γέν. κ’ 7. Ἀριθ. ια’ 2, κα’ 7. Δευτερ. λδ’ 10).
Στόν Ἱερεμία ἀναφέρεται πώς ὁ Θεός ἦταν πρόθυμος
νά συγχωρήσει ὁλόκληρη τήν πόλη Ἱερουσαλήμ ἄν ὑπῆρχε σ’ αὐτήν ἔστω
καί ἕνας δίκαιος· «περιέλθετε εἰς
τούς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ καί ἴδετε, βεβαιωθῆτε, ζητήσατε εἰς
τάς πλατείας αὐτῆς. Ἐάν θά εὕρετε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος νά πράττη δικαιοσύνη,
νά εἶναι ἀξιόπιστος, τότε ἐγώ θά τούς ἐλεήσω, λέγει Κύριος» (Ἱερεμ.
ε’ 1, πρβλ. Ἱεζ. κβ’ 30).
Ἀπό ὅλα αὐτά βγαίνει τό συμπέρασμα πού διατυπώνεται
στήν ἴδια τήν ἁγία Γραφή: Τό θέλημα «τῶν
φοβουμένων αὐτόν» θά τό ἐκπληρώσει «καί τῆς δεήσεως αὐτών εἰσακούσεται»
(Ψαλμ. ρμδ’ 19, πρβλ. Ἰώβ μβ’ 7-8. Γέν. κ’ 17).
Μήπως ὅμως ὁ Θεός εἰσακούει μόνο τίς προσευχές τῶν
ἁγίων ἀνθρώπων ἐφ’ ὅσον ζοῦν σ’ αὐτή τή ζωή;
Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε γίνεται φανερό πώς καί οἱ ἅγιοι
πού βρίσκονται στούς οὐρανούς προσεύχονται στόν Θεό γιά τούς ἀδελφούς
τους, δηλαδή γιά ὅλους ἑμᾶς καί μέ τή μεσιτεία τους ἐπενεργοῦνται
θαύματα ἀπό τόν Θεό.
Ὁ Ἐλισαῖος, παρ’ ὅλον ὅτι ἔλαβε διπλή χάρη (Δ’ Βασιλ.
β’ 9), δέν κατόρθωσε νά διαιρέσει τά νερά τοῦ Ἰορδάνου, χτυπώντας
τα μέ τή μηλωτή τοῦ Ἠλία. Ὅμως τά νερά διαιρέθηκαν ὅταν ξανακτύπησε
καί ἐπικαλέσθηκε τό ὄνομα τοῦ Ἠλία (Δ’ Βασιλ. β’ 14).
Ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος βλέπει σέ ὀπτασία τόν ἀρχιερέα
Ὀνία νά ἔχει ὑψωμένα τά χέρια πρός τόν οὐρανό καί νά προσεύχεται
θερμά γιά ὁλόκληρο τό γένος τῶν Ἰουδαίων. Ὕστερα μέ τόν ἴδιο τρόπο
τοῦ ἐμφανίσθηκε καί ἕνας ἄλλος, πολύ ἀξιοσέβαστος γέροντας, γιά
τόν ὁποῖο ὁ Ὀνίας βεβαιώνει: «Ὁ φιλάδελφος
οὗτός ἐστιν ὁ πολλά προσευχόμενος περί τοῦ λαοῦ καί τῆς ἁγίας πόλεως,
Ἱερεμίας ὁ τοῦ Θεοῦ προφήτης» (Β’ Μακκ. ιε’ 12-14).
Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης βλέπει, ὅπως ἀναφέραμε, τίς
προσευχές τῶν ἁγίων σάν χρυσές φιάλες γεμάτες θυμιάματα, σάν κάτι
δηλαδή πού εἶναι πολύτιμο στά μάτια τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. ε’ 8). Βλέπει ἀκόμη
τό Θεό νά τηρεῖ τήν ὑπόσχεσή Του πρός τούς ἁγίους καί νά ἐκπληρώνει
τό αἴτημα γιά τήν ἐκδίκηση τῶν ἀδελφῶν τους. Ὅμως προηγουμένως ἐξασφαλίζεται
μέ εἰδική σφράγιση ἡ προστασία τῶν δικαίων δηλαδή τῶν ἀδελφῶν τους
πού ἀγωνίζονται πάνω στή γῆ, γιά νά λάβουν καί αὐτοί τό στεφάνι τῆς νίκης:
«Τότε ἦλθε ἄλλος ἄγγελος καί ἐστάθη εἰς τό θυσιαστήριο μέ ἕνα
χρυσό θυμιατήριο- καί τοῦ ἔδωκαν πολύ θυμίαμα, διά νά τό
προσφέρη μέ τάς προσευχάς ὅλων τῶν ἁγίων ἐπάνω εἰς τό χρυσοῦν θυσιαστήριον,
τό ὁποῖον ἦτο ἐμπρός εἰς τόν θρόνον. Καί ἀνέβη ὁ καπνός τοῦ θυμιάματος
μέ τάς προσευχάς τῶν ἁγίων ἀπό τό χέρι τοῦ ἀγγέλου ἐμπρός εἰς τόν Θεόν.
Τότε ἔλαβε ὁ ἄγγελος τό θυσιαστήριο καί τό ἔρριψε εἰς τήν γῆ. Καί ἔγιναν
βρονταί, φωναί, ἀστραπαί καί σεισμός» (Ἀποκ. η’
3-5).
Μέ τίς προσευχές τῶν ἁγίων ἡ ἀπάντηση ἔρχεται ἀπ’
εὐθείας ἀπό τό θυσιαστήριο καί ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τό κακό καί
τά ὄργανα τοῦ κακοῦ τιμωροῦνται καί ἡ τάξη ἀποκαθίσταται στόν κόσμο.
Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ πώς ἡ τύχη ὁλόκληρου τοῦ κόσμου βρίσκεται
στά χέρια τῶν ἁγίων, ὅπως καί ἡ σωτηρία
τῆς ἀγωνιζομένης Ἐκκλησίας πάνω στή γῆ (πρβλ. Ματθ. ιθ’ 28. Α’ Κορ.
στ’ 2). Τίς προσευχές τῶν ἁγίων τίς μεταφέρουν ἄγγελοι μέχρι τό θρόνο
τοῦ Θεοῦ καί τίς προσφέρουν θυσία πνευματική στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο
(πρβλ. Τωβίτ ιβ’ 12-15. Ζαχ. α’ 12).
η) Πανταχοῦ παρουσία τῶν ἁγίων;
Οἱ ἅγιοι δέν εἶναι πανταχοῦ παρόντες· ἡ πανταχοῦ
παρουσία εἶναι γνώρισμα μόνο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως οἱ ἅγιοι, ὅπως καί οἱ ἄγγελοι, εἶναι συνδεδεμένοι
μαζί μας μέ τήν ἀγάπη (Λουκ. ιε’ 7, 10. Α’ Κορ. ιγ’ 8) στό ἕνα Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ.
Μέ τή χάρη τοῦ Ἁγιου Πνεύματος οἱ ὅροι τῆς φύσης καταργοῦνται
στή ζωή τῶν ἁγίων. Ἔτσι πληροφοροῦνται γιά μᾶς, χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη
ἡ πανταχοῦ παρουσία. Αὐτό τό βλέπουμε στήν περίπτωση τοῦ Ἐλισαίου
(Α’ Βασιλ. 25-27), τοῦ Ἀβραάμ (Ματθ. η’ 56), τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (Πράξ.
ε’ 3) καί σέ ἄλλες περιπτώσεις (Α’ Κορ. β’ 10-11, ιβ’ 7-11. Β’ Κορ. ιθ’
2-4. Ἀποκ. στ’ 9-11). Βλέπουμε πώς μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταργοῦνται
οἱ ὅροι τῆς φύσης!
Γνωρίζουμε λοιπόν μέ βεβαιότητα πώς οἱ ἅγιοι βρίσκονται
σέ κοινωνία ἀγάπης μαζί μας, πληροφοροῦνται τά γεγονότα τῆς ζωῆς
μας, προσεύχονται γιά μᾶς καί ὁ Θεός εἰσακούει τίς προσευχές τους, ὄχι
ἀναγκαστικά, ἀλλά μέ βάσει τή Θεία Του βούληση. Θά μποροῦσε κανείς
νά πεῖ, χρησιμοποιώντας ἀνθρώπινη ἔκφραση, πώς ὁ Θεός αἰσθάνεται
ἰδιαίτερη εὐαισθησία στίς προσευχές τῶν ἁγίων.
Ἀκόμη γνωρίζουμε πώς ὅλοι οἱ πιστοί, πού συγκροτοῦμε
τό ἕνα Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε ἑνωμένοι «μετά πάντων τῶν ἀγίων»· ὁ καθένας ἀποτελεῖ ζωντανό κύτταρο
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ καθένας ἀνήκει στόν ἄλλο· μπορεῖ καί ὀφείλει
νά ἐκφράσει ποικιλότροπα αὐτό τό γεγονός τοῦ ἀδελφικοῦ συνδέσμου.
Στή θεία εὐχαριστία συναντᾶται καί συγκροτεῖται
ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία- τελεῖται γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία,
ὄχι μόνο γιά ὅσους εἶναι παρόντες, οὔτε μόνο γιά ὅσους ἀγωνίζονται
ἐπάνω σ’ αὐτή τή γῆ. Τελεῖται καί ὑπέρ τῶν ἁγίων καί ταυτόχρονα, ἡ
θεία εὐχαριστία πραγματώνει καί ἐκφράζει τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας,
τήν ἑνότητα «μετά πάντων τῶν ἁγίων».
Εἶναι γνωστή ἡ εὐχή κατά τόν καθαγιασμό τῶν τίμιων δώρων:
«Ἔτι προσφέρομέν σοι τήν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπέρ τῆς οἰκουμένης,
ὑπέρ τῆς ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...». Καί σέ ἄλλο σημεῖο προσθέτει: «...
πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες, ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν
ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Αὐτό σημαίνει: Ἀφοῦ μνημονεύσαμε
ὅλους τούς ἁγιους, ἄς ἐμπιστευθοῦμε τούς ἑαυτούς μας, ἄς ἐμπιστευθοῦμε
ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ὁλόκληρη τή ζωή μας, στό Χριστό, πού εἶναι ὁ ἀληθινός
Θεός.
θ) Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι
Ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει, καί οἱ ἄγγελοι ἀνήκουν
στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία- καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι εἶναι
ἑνωμένοι μαζί μας στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία,
πού ἐκτείνεται στούς οὐρανούς καί στή γῆ. Αὐτό γίνεται φανερό ἰδιαίτερα
ἀπό τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας:
«Διά τοῦ Σταυροῦ σου Χριστέ,
μία ποίμνη γέγονεν, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων
καί μία Ἐκκλησία-
οὐρανός καί γῆ ἀγάλλεται,
Κύριε δόξα σοι»!
(ὕμνος τῶν αἴνων
τῆς Τετάρτης τοῦ πρώτου ἤχου).
Καί οἱ ἄγγελοι ἀνήκουν στή δική μας οἰκογένεια «ἐν Χριστῷ». Μέ τή σταυρική θυσία
τοῦ Κυρίου σταθεροποιήθηκαν στήν ἀρετή καί μένουν πιστοί στήν πρωταρχική
τους ἀποστολή, πού εἶναι δοξολογική καί λειτουργική (Ἡσ. στ’ 3. Λουκ.
β’ 14). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει χαρακτηριστικά πώς εἶναι πνεύματα
λειτουργικά, πού ἀποστέλλονται σέ ὑπηρεσία γιά χάρη ἐκείνων πού
μέλλουν νά κληρονομήσουν σωτηρία (Ἑβρ. α’ 14).
Ἡ μετοχή τῶν ἁγίων ἀγγέλων στό ἕνα Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
δηλαδή τήν Ἐκκλησία καί ἡ ἰδιαίτερη διακονία τους νά ὑπηρετοῦν
τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας ἀποδεικνύει πώς βρίσκονται σέ στενή
σχέση μαζί μας. Χαίρονται ὅταν κάποιος ἐπιστρέψει στόν Χριστό καί ζήσει
τή ζωή τῆς εὐσεβείας (Λουκ. ιε’ 10). Ἕνας ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας χαρακτηρίζει
τούς ἁγίους ἀγγέλους «φύλακες τῆς σωτηρίας μας»:
«Ἐν κόσμῳ πρός τούς μέλλοντας
πιστεύειν σοι ἐκπέμπονται,
ὥσπερ φύλακες τῆς σωτηρίας
τῶν εὐσεβῶν οἱ ἄγγελοι,
περιέποντες, Σωτήρ, τούς δούλους σου»
(ὕμνος τῆς Δευτέρας
τοῦ τρίτου ἤχου)
Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μεσιτεύουν
γιά μᾶς καί μεταφέρουν τίς προσευχές καί τίς προσφέρουν εὐάρεστη θυσία
στόν Θεό (Ζαχ. α’ 12-13. Τωβίτ β’ 12-15. Ἀποκ. η’ 3-5). Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς
πληροφορεῖ πώς ὁ κάθε πιστός ἔχει τό δικό του ἄγγελο, τόν ὁποῖο μπορεῖ
νά παρακαλέσει στήν προσευχή του:
«Ἅγιε ἄγγελε,
ὁ ἐφεστώς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς
καί ταλαιπώρου μου ζωῆς,
μή ἐγκαταλείπῃς με τόν ἁμαρτωλόν,
μηδέ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ διά τήν ἀκρασίαν μου...» (πρβλ.
Γέν. μη’ 16. Ἔξοδ. κγ’ 20. Ἰώβ
ε’ 4. Ψαλμ. λγ’ 8. Δαν. ι’
13, 20. Ματθ. ιη’ 10. Πράξ. ιβ’ 15).
ι) Ἡ τιμή τῶν ἁγίων
Ὁ Πανάγιος Θεός ἐτίμησε τούς ἁγίους σέ βαθμό πού
δέν μποροῦν νά τό κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ὁσοδήποτε καί ἐάν τιμήσουν
τούς ἁγίους.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία ἡ τιμή καί ὁ σεβασμός
στούς ἁγίους ἐκδηλώνεται καί μέ τήν προσκύνηση. Δέν πρόκειται γιά λατρευτική
προσκύνηση, ἡ ὁποία ἀπαγορεύεται ἀπό τήν ἁγία Γραφή (Ἔξοδ. κ’
4-5. Δευτερ. στ’ 12-14. Ματθ. δ’ 10), γιατί ποτέ κανείς ὀρθόδοξος χριστιανός
δέν ἔχει τή συναίσθηση πώς προσκυνεῖ ὁποιοδήποτε ὄν (ἄγγελο ἤ ἄνθρωπο)
σάν Θεό. Μόνο σ’ αὐτή τήν περίπτωση θά μποροῦσε κανείς νά μιλήσει
γιά λατρεία. Μόνο τότε ἡ προσκύνηση θά ἦταν ἀπόλυτη, δηλαδή λατρεία.
Σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἡ προσκύνηση εἶναι τιμητική, δηλαδή
σχετική καί ὄχι ἀπόλυτη.
Τούς ἁγίους λοιπόν προσκυνοῦμε χωρίς νά παραγνωρίζουμε
τή φύση τους, χωρίς δηλαδή νά τούς ἐκλαμβάνουμε γιά Θεούς, γιατί παραδεχόμαστε
πώς ἡ προσκύνηση δέν εἶναι πάντοτε ἐκδήλωση λατρείας. Ἄν αὐτόν πού
προσκυνοῦμε δέν τόν δεχόμαστε γιά Θεό, τότε μέ τήν προσκύνηση δέν
τοῦ ἀποδίδουμε λατρεία, ἀλλά τιμή καί ἐκφράζουμε τήν ἀγάπη μας. Μ’
αὐτή τήν τιμητική ἔννοια ὁ Δαυΐδ προσκυνεῖ τόν Ἰωνάθαν (Α’ Βασιλ.
κ’ 41) καί τόν Σαούλ (Γ’ Βασιλ. λα’ 23), οἱ υἱοί τῶν προφητῶν προσκυνοῦν
τόν Ἐλισαῖο (Δ’ Βασιλ. λθ’ 15), ὁ Ναβουχο-δονόσορ προσκυνεῖ τόν Δανιήλ
(Δαν. β’ 46). Ἀκόμη καί στήν Καινή Διαθήκη ὁ δεσμοφύλακας προσκυνεῖ
τόν Παῦλο καί τόν Σίλα (Πράξ. ιστ’ 29), ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑπόσχεται
πώς θά ἀναγκάσει τούς Ἰουδαίους νά προσκυνήσουν τόν ἐπίσκοπο Φιλαδελφείας
(Ἀποκ. γ’ 9, πρβλ. Α’ Βασιλ. ε’ 4).
Ὅταν ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἐξέλαβαν τόν Παῦλο καί τό Βαρνάβα
γιά Θεούς, τότε οἱ ἀπόστολοι δέν ἐδέχθησαν αὐτή τήν προσκύνηση, γιατί
ἦταν λατρευτική (Πράξ. ιδ’ 11-15). Τό ἴδιο παρατηροῦμε καί στήν περίπτωση
τοῦ Ἰωάννη πού ἦταν κατάπληκτος ἀπό ἐκεῖνα πού ἀξιώθηκε νά δεῖ
καί βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς ὀπτασίας τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου
(Ἀποκ. α’ 17-18). Νόμισε πώς δέν ἔβλεπε ἄγγελο, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Κύριο.
Γι’ αὐτό καί ἐπεχείρησε νά τόν προσκυνήσει (Ἀποκ. ιθ’ 10, κβ’ 8-9). Ὁ
ἄγγελος ὅμως τόν ἐπαναφέρει στήν ἀλήθεια τῶν γεγονότων: «σύνδουλός σού εἰμι»- δέν
μοῦ ἀνήκει τέτοια προσκύνηση, ἀνήκει μόνο στόν Θεό!
Ἄν παραδεχθοῦμε πώς ὁ Ἰωάννης θέλησε νά προσκυνήσει
τόν ἄγγελο τιμητικά, εἶχε αὐτό τό δικαίωμα (Ἀριθμ. κβ’ 31. Ἰησ. Ναυῆ
ε’ 14)· καί ἀσφαλῶς στήν περίπτωση αὐτή ἡ προσκύνηση δέν θά ἦταν λατρευτική.
Τότε ἡ ἄρνηση τοῦ ἀγγέλου θά ἦταν ἔνδειξη ταπεινοφροσύνης. Διαφορετικά
πῶς ὁ Ἰωάννης ἀποτολμά νά προσκυνήσει τόν ἄγγελο γιά δεύτερη φορά;
(Ἀποκ. κβ’ 8-9).
Αὐτή ἡ διάκριση ἀνάμεσα στή λατρευτική καί στήν
τιμητική προσκύνηση ὑπάρχει ἤδη στήν πρωτοχριστιανική ἐποχή.
Στό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου († 156), τό ὁποῖο συνέταξαν αὐτόπτες
μάρτυρες, οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὁμολογοῦν:
«Δέν θά δυνηθῶμεν οὔτε τόν Χριστόν νά ἐγκαταλείψωμεν ποτέ, τόν
παθόντα ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν σωζομένων εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον,
τόν ἄμωμον ὑπέρ τῶν ἁμαρτωλῶν, οὔτε κάποιον ἄλλον νά λατρεύσωμεν.
Διότι τοῦτον μέν προσκυνοῦμεν ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τούς δέ μάρτυρας ἀγαπῶμεν
ὡς μαθητάς τοῦ Κυρίου, ἐπαξίως λόγω τῆς ἀνυπερβλήτου ἀφοσιώσεως
εἰς τόν βασιλέα καί διδάσκαλόν των».
Τήν πίστη αὐτή τῆς Ὀρθοδοξίας διατύπωσε ἐπίσημα
ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος: «Τόν μέν
(Χριστόν) ὡς Θεόν καί Δεσπότην, τούς δέ (ἁγίους) διά τόν κοινόν Δεσπότην,
ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καί σέβοντες καί τήν κατά σχέσιν
(δηλαδή σχετική, ὄχι ἀπόλυτη) προσκύνησιν ἀπονέμοντες» (Συνοδικό
τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ζ’ Οἰκ. Συνόδου).
ια) Οἱ ἑορτές τῶν ἁγίων
Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί γιορτάζουν τίς μνῆμες τῶν
ἁγίων. Τό γεγονός τοῦ θανάτου ἑνός ἁγίου εἶναι μεγάλο. Δέν τό ἑορτάζουν
μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί οἱ ἄγγελοι καί «πᾶσα ἡ κτίσις». Αὐτό ὑπογραμ-μίζεται στόν ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας
μας:
«Κύριε, ἐν τῇ μνήμῆ τῶν ἁγίων σου
πᾶσα ἡ κτίσις ἑορτάζει.
Οἱ οὐρανοί ἀγάλλονται σύν τοῖς ἀγγέλοις
καί ἡ γῆ εὐφραίνεται σύν τοῖς ἀνθρώποις».
Οἱ ἑορτές τῶν ἁγίων δέν εἶναι μεταγενέστερη παράδοση,
ἀλλά πρωτοχριστιανική. Ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου ἑνός ἁγίου χαρακτηρίζεται
ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας «γενέθλιος ἡμέρα». Οἱ πρῶτοι χριστιανοί σημειώνουν στό
μαρτύριο τοῦ Πολυκάρπου πώς συνέλεξαν τά ὀστά τοῦ μάρτυρα, «τά τιμιώτερα ἀπό πολυτελεῖς λίθους,
καί εὐγενέστερα ἀπό χρυσόν» καί τά ἐνταφίασαν σέ κατάλληλο τόπο,
ὥστε νά συναθροίζονται ἐκεῖ καί νά ἑορτάζουν «τήν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ μαρτυρίου του».
Τό νόημα αὐτῆς τῆς ἑορτῆς προσδιορίζεται στό μαρτύριο
τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου: «Διά τήν ἀνάμνησιν
ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν πρίν ἀπό ἡμᾶς καί τήν ἄσκησιν καί προπαρασκευήν
ἐκείνων οἱ ὁποῖοι εἰς τό μέλλον πρόκειται νά ἀγωνισθοῦν».
Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί οἱ ἄλλοι,
κάνουν λόγο γιά ἑορτές, «λιτανεῖες
καί παρακλήσεις» σέ ναούς πρός τιμήν τῶν ἁγίων. Μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει τέτοιες λιτανεῖες καί παρακλήσεις στό
ναό «ὅπου καί τά λείψανα τῶν ἀποστόλων»,
προκειμένου νά ἀποφευχθοῦν τά δεινά τῆς πόλης. Σέ ἄλλο σημεῖο ὑπογραμμίζει
πώς ἡ δύναμη τῶν
ἁγίων μαρτύρων «καθημερινῶς ζεῖ
καί ἐνεργεῖ, έκδιώκει δαιμόνια, ἀπομακρύνει τάς ἀσθενείας, ἐμψυχώνει
πόλεις ὁλοκλήρους καί συναθροίζει ἐδῶ πλῆθος».
Αὐτή τήν πρωτοχριστιανική παράδοση συνεχίζει
μέχρι σήμερα καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἑορτάζει τήν «γενέθλιο ἡμέρα» τῶν ἁγίων, ὅπως
καί ἄλλα γεγονότα πού συνδέονται μέ τούς ἁγίους καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ,
πού ἐνεργεῖ μέσω τῶν ἁγίων (μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων, ἐπέτειος
θαύματος κ.ο.κ.).
Κλείνοντες τό κεφάλαιο αὐτό παρατηροῦμε πώς οἱ ἅγιοι
δέν ἔχουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλά μετέχουν στήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι «ναοί τοῦ Θεοῦ» καί «κατοικητήρια τοῦ Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι».
Γι’ αὐτό καί ἡ δόξα τῶν ἁγίων δέν εἶναι κτιστή πραγματικότητα, ἀλλά
εἶναι τό ἄκτιστο θεῖο φῶς, ἡ μεγάλη δωρεά καί χάρη τοῦ ἁγίου Θεοῦ
στή ζωή τῶν ἁγίων.
Γι’ αὐτό καί αὐτή ἡ χάρη καρποφορεῖ καί ὁδηγεῖ
τόν ἄνθρωπο στήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν εἰρήνη (Γαλ. ε’ 22), ὄχι μόνο μέ
τόν ἑαυτό του καί τούς συνανθρώπους, ἀλλά καί μέ ὁλόκληρη τή δημιουργία.
Ὁ «χαριτωμένος» ἄνθρωπος ἐκπέμπει ἐκείνη τήν εὐωδία τοῦ Ἀδάμ, πού
ἡμερεύει ἀκόμη καί τά ἄγρια θηρία.
Ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων δέν μένει ἀνενεργός ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι πρεσβεύουν γιά μᾶς καί γιά ὁλόκληρη τή δημιουργία ἐνώπιον
τοῦ Θεού, ὁ ὁποῖος ἀνταποκρίνεται μέ τήν ἀγάπη Του στίς ἱκεσίες
καί στήν ἀγάπη τῶν ἁγίων καταργεῖ τούς ὅρους τῆς φύσης καί ἐπεμβαίνει
μέ ἀγάπη εὐεργετικά στή ζωή μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου