Εἶναι γνωστό πώς σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
ἀπαγορεύεται ἡ κατασκευή καί ἡ λατρεία εἰδώλων. Ὅμως σέ ἄλλα σημεῖα
ὁ Θεός θεσπίζει ὁ ἴδιος τήν κατασκευή καί τήν τοποθέτηση διαφόρων
ἀντικειμένων στό λατρευτικό χῶρο. Ποιά εἶναι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας
μας σ’ αὐτό τό ζήτημα; Στηρίζεται στή νέα πραγματικότητα «ἐν Χριστῷ»; Αὐτό εἶναι τό βασικό
ζήτημα πού ἐρχόμαστε νά ἐξετάσουμε σ’ αὐτό τό κεφάλαιο.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδίδει λατρεία μόνο στόν
Ἕνα καί Τριαδικό Θεό· ἀπορρίπτει τή λατρεία ψεύτικων θεῶν, εἰδώλων
καί κτισμάτων. Δέν ὑπάρχουν «ἄλλοι
θεοί»· ὁποιαδήποτε λατρεία σέ «ἄλλους θεούς» ἀποδίδεται στό Διάβολο.
Μιά τέτοια δαιμονική λατρεία περιλαμβάνει καί τήν κατασκευή ἤ προσκύνηση
εἰκόνων ψευδῶν θεῶν. Οἱ εἰκόνες αὐτές εἶναι εἴδωλα.
Μέ αὐτή τήν ἔννοια πρέπει νά κατανοήσουμε τίς σχετικές
ἀπαγορεύσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:
«Δέν θά κατασκευάσεις ποτέ γιά τόν ἑαυτό σου εἴδωλο, οὔτε εἰκόνα
ἀπό ὅσα ὑπάρχουν στόν οὐρανό ἐπάνω, ὅσα στή γῆ καί ὅσα στά ὕδατα κάτω
ἀπό τή γῆ· δέν θά προσκυνήσεις αὐτά, οὔτε θά τά λατρεύσεις, γιατί ἐγώ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεός ζηλότυπος» (Ἔξοδ. κ’ 4-5).
Τό ἐδάφιο αὐτό εἶναι σαφές· ἡ λατρεία πού ἀνήκει
μόνο στόν Θεό δέν πρέπει ν’ ἀποδίδεται σέ τίποτε ἄλλο. Γιατί ὑπάρχει
μόνο Ἕνας Θεός καί ἡ λατρεία Του είναι ἀποκλειστική («ζηλότυπος»). Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ δέν ἐπιτρέπεται
νά ἀκολουθήσει ἤ νά κατασκευάσει «χυτούς
Θεούς», γιατί αὐτοί εἶναι ψευδεῖς θεοί (Λευϊτ. ιθ’ 4). «Δέν θά κατασκευάσετε διά τόν ἑαυτό σας
χειροποίητα εἴδωλα, οὔτε γλυπτά, οὔτε θά στήσετε εἰδωλολατρική
στήλη, οὔτε θά θέσετε στή χώρα σας περίοπτο λίθο γιά νά τόν προσκυνήσετε·
ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας» (Λευϊτ. κστ’ 1).
Ὁ μόνος ἀληθινός Θεός εἶναι «Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν»· «ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας»· «ὅλοι οἱ θεοί
τῶν Ἐθνῶν εἶναι εἴδωλα, ὁ δέ Θεός ἡμῶν εἶναι ὁ δημιουργός τῶν οὐρανῶν»
(Α’ Παραλ. ιστ’ 26). «Ὅλοι οἱ θεοί τῶν
ἐθνῶν εἶναι δαιμόνια, ὁ δέ Κύριος ἐδημιούργησε τούς οὐρανούς»
(Ψαλμ. 95, 5). «Ἐγώ πρῶτος καί ἐγώ μετά
ταῦτα- πλήν ἐμοῦ οὐκ ἐστι Θεός» (Ἡσ. μδ’ 6).
Ὕστερα ἀπό αὐτή τήν τοποθέτηση, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ δέν
μποροῦσε πλέον νά κατασκευάζει εἴδωλα ἤ νά λατρεύει τούς θεούς τῶν ἐθνῶν.
«Δέν θά προσκυνήσεις τούς θεούς αὐτῶν,
οὔτε θά τούς λατρεύσεις οὔτε θά ἐκτελέσεις τά ἔργα τά ὁποῖα ἐκτελοῦν
ἐκεῖνοι, ἀλλά θά κρημνίσεις ἀπό τά θεμέλια καί θά συντρίψεις ὁλοκληρωτικά
τίς εἰδωλολατρικές των στῆλες. Θά λατρεύσεις μόνο Κύριον τόν Θεόν σου»!
(Ἔξοδ. κγ’ 24-25). Ἡ λατρεία τοῦ Ἑνός καί Μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ δέν ἀφήνει
περιθώρια γιά «ἄλλους θεούς» καί
γιά «χωνευτά εἴδωλα» (Γ’ Βασιλ.
θ’ 6-9, ιδ’ 9- 10. Ἰησ. Ναυῆ κγ’ 15-16. Α‘ Βασιλ. ζ’ 3, η’ 8. Ἱερεμ. α’
16, β’ 27. Μαλαχ. β’ 11).
Ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἶναι «ζηλότυπος», μοναδικός καί
διακηρύσσει ἀναφερόμενος σέ ὅσους δέν μένουν πιστοί: «Αὐτοί
παρεζήλωσάν με ἐπ’ οὐ θεῷ, παρώξυνάν με ἐν τοῖς εἰδώλοις
αὐτῶν»· αὐτοί ἔγιναν αἰτία νά ζηλοτυπήσω, γιατί
ἐλάτρευσαν ἀνύπαρκτο θεό, με ἐξερέθισαν νά ὀργισθῶ, γιατί
ἐλάτρευσαν τά εἴδωλα (Δευτερ. λβ’ 21, πρβλ. Ἕξοδ.
κ’ 5, λδ’ 14. Δευτερ. δ’ 24, ε’ 9, στ’ 15).
Ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ εἶχε βαρύτατες συνέπειες
γιά ὁλόκληρο τόν ἰσραηλιτικό λαό (Γ’ Βασιλ. θ’ 6-7). Ἐθεωρεῖτο ἔγκλημα
καί ἐτιμωρεῖτο μέ θάνατο (Ἔξοδ. κθ’ 20. Δευτερ. ιζ’ 2-7), ἀκόμη καί ὅταν
κάποιος παρακινοῦσε ἄλλον σ’ αὐτή τή λατρεία (Δευτερ. ιγ’ 6-11).
Ὅλα αὐτά διασαφηνίζουν τή θέση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἡ ἀπαγόρευση κατασκευῆς εἰδώλων ἤ εἰκόνων ψευδῶν θεῶν, ἡ προσκύνησή
των καί ἡ λατρεία των εἶναι ἀπόλυτη. Δέν ὑπάρχει γι’ αὐτό ἀμφιβολία
(πρβλ. καί Ἔξοδ. κγ’ 24-25. Δευτερ. λ’ 17-18. Ψαλμ. ριγ’ 12-16, ρλδ’ 15-18.
Ἡσ. μδ’ 9-20. Ἱερεμ. κε’ 6. Δαν. ε’ 23-25).
β) Ἀποκλειστικότητα
τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ
Γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μόνο ὁ ἕνας καί ἀληθινός
Θεός. Ἡ μοναδικότητά Του δηλώνεται καί μέ τό ὄνομα πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός
ἀποκάλυψε στόν Μωϋσῆ: «Ἐγώ εἰμι ὁ
Ὤν» (Ἔξοδ. γ’ 14) πού στό ἑβραϊκό κείμενο ἀναφέρεται: Ehie Aser Ehje. Τό Εhje σχετίζεται μέ τό ρῆμα Haja, δηλαδή «εἶμαι», «ὑπάρχω», «γίγνομαι»,
«συμβαίνω».
Τό ὄνομα λοιπόν αὐτό δηλώνει τήν ἀπόλυτη ὕπαρξη
τοῦ Θεοῦ· Αὐτός εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή (Ἱερεμ. β’ 13), Ἐκεῖνος πού ἐξήγαγε
τό λαό Του ἀπό τήν Αἴγυπτο- σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ λατρεία.
Εἶναι ὁ μοναδικός Θεός· ὅλοι οἱ λεγόμενοι θεοί, ἐκτός ἀπό Αὐτόν, εἶναι
στήν πραγματικότητα «οὐ θεοί», ἀνύπαρκτοι (Δευτερ. λβ’ 21. Α’ Βασιλ.
ιβ’ 21. Δ’ Βασιλ. ιθ’ 18. Β’ Παραλ. ιγ’ 9. Ἱερεμ. β’ 11, ε’ 7). Δέν πρέπει
νά δοξάζονται οὔτε νά λατρεύονται.
«Ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου (Jahwe), αὐτό εἶναι τό ὄνομά μου.
Τήν δόξαν μου δέν θά τήν δώσω εἰς ἄλλον οὔτε τόν ἔπαινόν μου εἰς τά γλυπτά
εἴδωλα» (Ἡσ. μθ’ 8).
Ἡ συνεχής ὑπόμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἦταν ἀπαραίτητη
γιά τούς Ἰσραηλίτες. Ὁ κίνδυνος τῆς εἰδωλολατρείας ἦταν καταπληκτικά
μεγάλος γιά ἕνα λαό, τόν ὁποῖο περιτριγύριζαν εἰδωλολάτρες. Δέν πρέπει
νά λησμονήσουμε πώς ὁ Ἰσραήλ ἔπεσε πολλές φορές σέ ἀποστασία καί κατασκεύασε
εἴδωλα στή θέση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τέτοια παραδείγματα ἀποστασίας
περιγράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη (Ἔξοδ. λβ’ 4-5. Γ’ Βασιλ. ιβ’ 28. Κριταί
β’ 13, γ’ 6, δ’ 1, ι’ 16. Α’ Μακκ. α’ 15 κ.ά.).
Οἱ προφῆτες ἐπισημαίνουν σέ κάθε περίπτωση τήν ἀποστασία
ἀπό τόν ἀληθινό Θεό καί ὑπογραμμίζουν τίς τρομακτικές συνέπειές της.
Ἦταν λοιπόν ἀνάγκη, κάθε φορά νά ὑπενθυμίζεται αὐτός ὁ κίνδυνος καί
νά ὑπογραμμίζεται τό καθῆκον τῆς λατρείας τοῦ Ἑνός καί Μοναδικοῦ Θεοῦ:
«Κύριον τόν Θεόν σου νά φοβεῖσαι καί αὐτόν μόνο νά λατρεύεις καί
εἰς αὐτόν νά προσκολληθεῖς... Μή πορευθεῖτε πίσω ἀπό ἄλλους θεούς, διότι
Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι Θεός ζηλότυπος διά σέ. Μήπως ὀργισθεῖ ἐναντίον
σου καί σέ ἐξολοθρεύσει ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς...» (Δευτερ. στ’ 3-15). «Ἐντραπεῖτε
πολύ σεῖς πού πιστεύετε στά εἴδωλα, σεῖς πού λέγετε στά χωνευτά: Σεῖς
εἶσθε οἱ θεοί μας» (Ἡσ. μβ’ 17, πρβλ. Ὡσ. β’ 7-15. Ἡσ. μ’ 19-20, μστ’
1-7. Ἱερεμ. β’ 5-13, 27-28, ι’ 1-16, ιστ’ 20 κ.ἄ.).
Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ
ὑπογραμμίζεται καί στό ἀκόλουθο συγκλονιστικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν προφήτη
Ἱερεμία:
«Ὅπως μία γυναίκα φαίνεται ἄπιστος
εἰς τόν σύζυγόν της,
κατά παρόμοιον τρόπον ὁ οἶκος Ἰσραήλ
ἐδείχθη ἄπιστος πρός ἐμέ,
λέγει ὁ Κύριος.
Ἀλλά ἠκούσθησαν ἀπό τά χείλη τῶν υἱῶν τοῦ Ἰσραήλ
κλαυθμοί καί δεήσεις (μετανοίας),
ὅτι ἐδείχθησαν ἄδικοι εἰς τήν ζωήν των,
ἐλησμόνησαν τόν ἅγιον Θεόν των.
Ἐπιστρέψατε, παιδιά μου,
ἐπιστρέψατε καί θά θεραπεύσω τά συντρίμματά σας.
-
Ἰδού εἴμεθα δοῦλοι σου,
διότι σύ εἶσαι Κύριος ὁ Θεός
μας.
Πράγματι ψευδεῖς ἦσαν οἱ εἰδωλολατρικοί
τόποι τῶν βουνῶν,
ἀνύπαρκτος ἡ δύναμις τῶν ὀρέων·
μόνον διά Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας
θά ἔλθῃ ἡ σωτηρία εἰς τόν Ἰσραήλ» (Ἱερεμ. γ’ 20-23).
Ἡ ἀπαγόρευση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφέρεται
στίς εἰκόνες ψευδῶν θεῶν καί γενικότερα στά εἴδωλα. Εἶναι σχετική
ἀπαγόρευση καί ὄχι ἀπόλυτη.
Οἱ Ἰσραηλίτες ἀπέδιδαν τιμή στό γραπτό λόγο τοῦ Θεοῦ
(Ἔξοδ. λδ’ 1) καί σέ διάφορα ὁμοιώματα, χωρίς ποτέ κανείς νά τούς κατηγορήσει
γιά εἰδωλολάτρες.
Ἰδιαίτερη τιμή ἀπεδίδετο στήν κιβωτό τῆς διαθήκης
(Ἔξοδ. κε’ 9-21), στήν τράπεζα τῆς πρόθεσης (Ἔξοδ. κε’ 22-29), στό θυσιαστήριο
(Ἔξοδ. κζ’ 1-8, λ’ 1-10), στόν χάλκινο λουτήρα (Ἔξοδ. λ’ 17-21), στή σκηνή
τοῦ μαρτυρίου (Ἔξοδ. κστ’ 1-37) καί σέ ἄλλα ἀντικείμενα, πού κατασκευάσθηκαν
μέ ἐντολή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ἔξοδ. λε’11 ἑξ.).
Ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή νά κατασκευασθοῦν καί ἄλλα ὁμοιώματα
πού ἐξεικόνιζαν ἀγγέλους, ζῶα, φυτά καί μάλιστα μέσα στό λατρευτικό
χῶρο. Μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ κατασκευάζονται δύο χερουβείμ μέ ἁπλωμένα
τά χέρια πάνω ἀπό τό Ἱλαστήριο (Ἔξοδ. κε’ 17-19, πρβλ. Ἑβρ. θ’ 5). Δύο
ἄλλα τεράστια χερουβείμ κατασκευάζονται καί τοποθετοῦνται μέ
ἐντολή τοῦ Θεοῦ στά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος (Γ’ Βασιλ.
στ’ 23-28, πρβλ. Β’ Παραλ. γ’ 10-12, ε’ 8. Ἱεζ. θ’ 3). Ἀκόμη κατασκευάζονται
διάφορες παραστάσεις, ὅπως δέκα ὁμοιώματα χάλκινων βοδιῶν (Γ’ Βασιλ.
ζ’ 13), σκαλιστές παραστάσεις λιονταριῶν καί ἄλλες ἀνάγλυφες παραστάσεις
(Γ’ Βασιλ. ζ’ 16, 22, 28, 30. Β’ Παρακ. δ’ 3 ἑξ.).
Αὐτά ἀποδεικνύουν πώς ἡ ἀπαγόρευση τοῦ Θεοῦ ἀφοροῦσε
μόνο τίς εἰκόνες καί τά ὁμοιώματα ψευδῶν θεῶν, δηλαδή τά εἴδωλα. Ἦταν
σχετική ἀπαγόρευση καί ὄχι ἀπόλυτη. Δέν ἀνεφέρετο στά σύμβολα καί
στά ἄλλα ἀντικείμενα μέσα στό λατρευτικό χῶρο. Σέ ὅλα αὐτά ἀπεδίδετο
τιμή, ὄχι ὅμως «καθ’ ἑαυτά», δηλαδή
ἀνεξάρτητα ἀπό τή σχέση τους μέ τόν ζῶντα Θεό- μέ τή λατρεία
τοῦ Ἑνός καί Μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἄν κανείς ἐπιχειροῦσε νά ἀποδώσει σ’ αὐτά τά ἀντικείμενα
λατρευτική προσκύνηση, θά μεταβάλλονταν αὐτόματα σέ εἴδωλα καί ἡ
λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ σέ εἰδωλολατρεία. Αὐτό φαίνεται καθαρά
στό «χωνευτό μόσχο» πού κατασκεύασε ὁ Ἀαρών σέ στιγμή ἀποστασίας τοῦ
λαοῦ, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε μέ τή φράση: «Οὗτοι οἱ θεοί σου, Ἰσραήλ» (Ἔξοδ. λβ’ 4). Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό
γνώρισμα τῆς εἰδωλολατρείας· τό νά λατρεύει κανείς γιά θεό κάποιο
κτίσμα ἤ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. «Ἀσχύνθητε
αἰσχύνην, οἱ πεποιθότες ἐπί τοῖς γλυπτοῖς, οἱ λέγοντες τοῖς χωνευτοῖς·
ὑμεῖς ἐστε θεοί ἡμῶν» (Ἡσ. μβ’ 17).
Κανείς ποτέ ὀρθόδοξος χριστιανός δέν στάθηκε μπροστά
σέ εἰκόνα μέ τή σκέψη: «Οὗτοι οἱ θεοί
μου»! Κανείς ποτέ ὀρθόδοξος πιστός δέν ἀπέδωκε τιμή σέ εἰκόνα,
μέ τή σκέψη πώς ἡ εἰκόνα εἶναι Θεός! Ἡ εὐλάβεια καί ἡ τιμή πού ἀποδίδουμε
στά ἱερά ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ὑπάρχουν στόν λατρευτικό χῶρο, στηρίζεται
στήν ἁγία Γραφή. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός τιμᾶ τά ἀντικείμενα αὐτά· θυμιάζονται
καί ραντίζονται μέ αἷμα (Ἔξοδ. λ’ 6-7, μ’ 5. Λευΐτ. ιστ’ 12-13. Α’ Παραλ.
στ’ 34. Β’ Παραλ. ιγ’ 11. Ἑβρ. θ’ 21) καί ὁ Θεός ἐπιδοκιμάζει τά γενόμενα
(πρβλ. Γ’ Βασιλ. θ’ 3).
δ) Τά θαύματα
Ὁ Θεός ἐνεργεῖ μέ ποικίλους τρόπους καί παρέχει τή χάρη
Του ἀκόμη καί σέ ὑλικά ἀντικείμενα. Ὁ Θεός τιμᾶ τά ἱερά ἀντικείμενα
καί τούς χαρίζει τή θαυματουργική Του ἐνέργεια. Τοῦτο βλέπουμε στή ράβδο
τοῦ Μωϋσῆ (Ἔξοδ. δ’ 2-3, ζ’ 19-21, θ’ 23-26, ιδ’ 16, 21, ιε’ 25, ιζ’ 3-5),
στό χάλκινο φίδι, πού προεικόνιζε τόν Τίμιο
Σταυρό (Ἀριθ. κα’ 8-9. Ἰω. γ’ 14), στήν κιβωτό (Ἰησ. Ναυῆ γ’ 15- 17),
στή μηλωτή τοῦ Ἠλία (Δ’ Βασιλ. β’ 8-14), ἤ ἀκόμη καί στά ροῦχα τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ (Ματθ. θ’ 20-22), στά μανδήλια καί περιζώματα τοῦ ἀποστόλου
Παύλου (Πράξ. ιθ’ 11-12).
Ἡ σκιά τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, δηλαδή ἕνα εἶδος εἰκόνας
του, γίνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θαυματουργική εἰκόνα (Πράξ. ε’
12-16). Κάθε βεβήλωση τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων τιμωρεῖται αὐστηρά
ἀπό τόν Θεό (Ἀριθ. δ’ 15-20. Α’ Βασιλ. ε’ 2-4, στ’ 2-5. Β’ Βασιλ. στ’ 6-7.
Α’ Παραλ. ιγ’ 9-10).
ε) Χριστολογική
βάση τῶν ἁγίων εἰκόνων
Ὁ Θεός εἶναι κατά τήν οὐσία Του ἀόρατος, ἀπρόσιτος,
ἄγνωστος. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τήν κτιστή του πραγματικότητα
καί νά γνωρίσει τί εἶναι στήν οὐσία Του ὁ Θεός. Αὐτό πού μένει ἄγνωστο,
εἶναι καί ἀνέκφραστο, οὔτε καί μπορεῖ κανείς νά τό ἐξεικονίσει (πρβλ.
Ἕξοδ. λβ’ 20. Δευτερ. δ’ 12. Ματθ. ια’ 27. Λουκ ι’ 22. Ἰω. α’ 18. Α’ Τιμ.
α’ 17, στ’ 16. Α’ Ἰω. δ’ 12).
Αὐτό πού ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γνωρίσει δέν εἶναι ἡ
οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ συγκατάβασή Του στά δικά μας μέτρα, στίς δικές
μας δυνατότητες ἀντίληψης. Ἔτσι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται
μέ τίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειές Του καί ἰδιαίτερα «διά στόματος τῶν προφητῶν» (Πράξ.
γ’ 21. Β’ Τιμ. γ’ 16. Α’ Πέτρ. α’ 9-12. Β’ Πέτρ. α’ 21). Ἀποκαλύπτεται ἀκόμη
μέ εἰκονική μορφή, ὥστε νά λέγει ὁ προφήτης: «εἶδον τόν Κύριον καθήμενον ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου καί
πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἡσ. στ’ 1).
Ὅμως στήν Καινή Διαθήκη ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε
ἄνθρωπος, σαρκώθηκε «καί ἔμεινε μεταξύ
μας καί εἴδομεν τήν δόξαν του» (Ἰω. α‘ 14). Στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ ἐφανερώθη
σέ μᾶς ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατέρας (Ἰω. ιδ‘ 9) καί ἦλθε σέ προσωπική σχέση
μαζί μας. Ἔτσι μποροῦμε νά ἐξεικονίσουμε τόν Θεό. Ὅμως καί πάλι δέν
εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή αὐτό πού στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ
Θεός, ἀλλά ἡ συγκατάβασή Του!
Μετά ἀπό τή σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά ἐξεικονίσουμε,
ὄχι τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τήν ὑπόστασή Του, τό γεγονός τοῦ προσώπου
τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ
τοῦ ἀοράτου» (Κολ. α’ 15. Β’ Κορ. δ’ 4. Σοφ. Σολ. ζ’ 26).
Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ ὁρατό σημεῖο τῆς ἀόρατης παρουσίας
τοῦ Θεοῦ καί βεβαιώνει τήν παρουσία αὐτή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων (πρβλ.
Ἰω. ιδ’ 9). Ἡ ὕπαρξη καί ἡ τιμή τῶν εἰκόνων στηρίζεται στό πλέον βασικό
καί σωτήριο δόγμα τῆς πίστης μας· στήν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ καί
στήν ἀληθινή παρουσία Του ἀνάμεσά μας. Πιστεύουμε στήν ἀληθινή καί
ὄχι σέ φαινομενική ἐνσάρκωσή Του καί διακηρύττουμε τήν πίστη μας αὐτή
καί μέ τήν κατασκευή καί τήν τιμή τῶν ἁγίων εἰκόνων. Γι’ αὐτό τό δόγμα
τῆς πίστης μας ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:
«Εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ὁ Θεός δέν ἠμποροῦσε καθόλου νά εἰκονισθῇ,
διότι δέν εἶχε λάβει οὔτε σῶμα οὔτε μορφήν. Τώρα, ὅμως, ὅτε ὁ Θεός
ἐφανερώθη μέ σάρκα καί συνανεστράφη μέ τούς ἀνθρώπους, εἰκονίζω ἀπό
τόν Θεόν αὐτό τό ὁποῖον ἠμπορῶ νά ἴδω. Αὐτόν ὁ ὁποῖος ἔγινε ὕλη δι’
ἐμέ καί κατεδέχθη νά κατοικήσῃ εἰς τήν ὕλην. Καί δέν θά παύσω νά σέβωμαι
τήν ὕλην, μέ τήν ὁποίαν συνετελέσθη ἡ σωτηρία μου».
Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ ὁμολογία πίστης στήν θεανθρωπότητα
τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς ὁδηγεῖ στό «πρωτότυπο»,
δηλαδή στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ταυτόχρονα ἡ εἰκόνα ἐκφράζει καί τόν βαθύτερο
ἐσωτερικό πόθο τοῦ ἀνθρώπου νά φθάσει στό ὕψος τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ.
Ἀποτελεῖ λοιπόν ἄριστο κίνητρο γιά τήν ἐσωτερική στροφή τοῦ ἀνθρώπου
πρός τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ.
Ὅταν κανείς ἀρνηθεῖ τίς ἅγιες εἰκόνες, κινδυνεύει
νά ἀρνηθεῖ τή σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καί ὁλόκληρο τό γεγονός τῆς θείας
οἰκονομίας. Ἄν ἀρνηθοῦμε τή δυνατότητα νά ἐξεικονίσουμε τόν Χριστό,
βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού λέγει πώς «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί εἴδομεν τήν δόξαν
αὐτοῦ» (Ἰω. α’ 14). Σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, παύει νά ἔχει θεανθρώπινο χαρακτῆρα καί ἀδυνατεῖ νά προσφέρει
τή σωτηρία στόν ἄνθρωπο.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες ἔχουν λοιπόν χριστολογική βάση.
Ἀποτελοῦν ὁρατή καί χειροπιαστή μαρτυρία τῆς σάρκωσης τοῦ Χριστοῦ
καί τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου μέσα στό θεανθρώπινο
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ταυτίζει τήν ὀρθόδοξο πίστη
μέ τήν τιμή τῶν εἰκόνων καί ὀνομάζει Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας τήν πρώτη
Κυριακή τῶν νηστειῶν. Αὐτή τήν Κυριακή ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν
ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων πού τήν χαρακτηρίζει «θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας». Δέν μπορεῖ
κανείς νά ὀνομάζεται καί νά εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός ἄν δέν τιμᾶ τίς
ἅγιες εἰκόνες.
στ) Οἱ εἰκόνες τῶν
ἁγίων
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν τιμοῦμε μόνο τίς εἰκόνες
τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων.
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη
φύση καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐφανέρωσε τήν ἀληθινή φύση τοῦ ἀνθρώπου,
ἀπαλλαγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἑπομένως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος
ἀπόκτησε καί πάλι ὅλη τήν καθαρότητά του. Ἐγεννήθη «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς παρθένου»·
δέν ἐκληρονόμησε τήν ἄρρωστη φύση τοῦ Ἀδάμ ἤ κάθε τι πού ἦταν ἔξω
ἀπό τήν ἀληθινή φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἀνθρώπινη
φύση τοῦ Χριστοῦ, τό «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»
δέν βρισκόταν σέ κατάσταση ἀχρειωμένη καί ἀλλαγμένη.
Αὐτή τήν ἀνθρώπινη φύση μᾶς ἐφανέρωσε ὁ Χριστός. Μόνο
μέ αὐτόν τόν τρόπο μπορέσαμε νά γνωρίσουμε τόν πραγματικό ἄνθρωπο,
τήν καθαρή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἡ «κένωσή» Του ἀποτελεῖ ἀνακαίνιση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν
ἄνθρωπο. Μέ τό νά λάβει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ «μορφήν δούλου» καί νά γίνει ὅμοιος μέ τούς ἀνθρώπους (Φιλ.
β’ 7), «πρωτότοκος ἀδελφός»
(Ρωμ. η’ 29. Κολ. α’ 18. Ψαλμ. πη’ 28), μᾶς κατέστησε «συμμόρφους τῆς εἰκόνος»
Αὐτοῦ (Ρωμ. η’ 29, πρβλ. Φιλ. γ’ 21).
Οἱ ἅγιοι, μέ τήν ἀνταπόκρισή τους στήν κλήση τοῦ Θεοῦ,
ἐδέχθησαν τή θεία Του χάρη καί ἔγιναν «σύμμορφοι τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ»· ἐφόρεσαν «τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου»
(Α’ Κορ. ιε’ 29).
Οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων δέν ἀναφέρονται στήν «πεπτωκυῖα» φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά
στόν «καινόν ἄνθρωπον» (πρβλ. Ἡσ.
ξε’ 14-17, ξστ’ 22. Β’ Πέτρ. γ’ 13. Ἀποκ. κα’ 5). Ἐξεικονίζουν τόν κόσμο
τῆς νέας δημιουργίας τοῦ Θεοῦ (Β’ Κορ. ε’ 17. Γαλ. στ’ 15). Εἶναι ὁ κόσμος
στήν κατάσταση τῆς μεταμόρφωσης, τόν ὁποῖο κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ
μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις. Εἶναι ὁ ἁγιασμένος «διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» κόσμος (ἅγιος Ἰγνάτιος), εἶναι ἡ
μαρτυρία καί ἡ ἀληθινή παρουσία τοῦ μεταμορφωμένου κόσμου-
ἡ ἐγγύηση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀλλαγής του, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου
(Β’ Πέτρ. γ’ 13. Ἀποκ. κα’ 5).
Ὁ χριστοποιημένος ἄνθρωπος ἀντανακλᾶ «τήν δόξαν τοῦ Κυρίου» καί μεταμορφώνεται
«εἰς τήν ἰδίαν εἰκόνα μέ αὐτόν ἀπό
δόξης εἰς δόξαν», πρᾶγμα πού προέρχεται ἀπό τήν ἁγιαστική δύναμη
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Β’ Κορ. γ’ 18). Οἱ ἅγιοι ἀκτινοβολοῦσαν καί σ’ αὐτή
τή ζωή- μόνο πού δέν μποροῦσαν νά ἀντιληφθοῦν αὐτή τή δόξα
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Γι’ αὐτόν τό μεταμορφωμένο κόσμο μαρτυροῦν οἱ εἰκόνες
στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὅποιος δέν ζεῖ τή ζωή τοῦ Πνεύματος, σέ μιά διαρκή
πεντηκοστή, δέν μπορεῖ ν’ ἀντιληφθεῖ τό νόημα τῶν ἁγίων εἰκόνων καί
νά διακρίνει σ’ αὐτές τήν ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου καί ὁλόκληρου τοῦ κόσμου,
πού εἶναι ἡ μεταμόρφωση. Ὅμως τήν πραγματικότητα αὐτή τή ζοῦν οἱ πιστοί
στήν Ἐκκλησία μας. Κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά στερήσει τίς αἰσθήσεις
μας ἀπό τή συμμετοχή στήν πνευματική αὐτή χαρά.
«Οἱ ἀπόστολοι εἶδον τόν Κύριον μέ τά σωματικά των μάτια καί τούς ἀποστόλους
τούς εἶδον ἄλλοι καί ἄλλοι εἶδον τούς μάρτυρας. Καί ἐγώ ἐπιθυμῶ νά
τούς ἴδω μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος... ἐπειδή εἶμαι ἄνθρωπος
καί περιβάλλομαι μέ σῶμα, ἐπιθυμῶ νά ἐπικοινωνήσω μέ τά ἅγια καί
νά τά ἴδω» (Ἰω. Δαμασκηνός).
Ἡ συνεχής παρουσία τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀποτελεῖ ἄριστο
τρόπο ἐπικοινωνίας μέ τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δέν θεωροῦνται πλέον
σάν ἄνθρωποι τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος, ἀλλά σάν σύγχρονοί μας καί προσωπικοί
φίλοι τῶν πιστῶν.
ζ) Τό δόγμα τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Μέ τό ζήτημα τῶν εἰκόνων ἀσχολήθηκε ἡ Ζ’ Οἰκουμενική
Σύνοδος, ἡ ὁποία στόν «Ὅρο Πίστεως»
ὑπογράμμισε μεταξύ ἄλλων:
«Καί συνελόντες φαμέν· ἁπάσας τάς ἐκκλησιαστικάς ἐγγράφως ἤ
ἀγράφως τεθεσπισμένας ἡμῖν παραδόσεις ἀκαινοτομήτως φυλάττομεν.
Ὧν μία ἐστί καί ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως ἐκτύπωσις, ὡς τῇ ἱστορίᾳ
τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος συνάδουσα, πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς
καί οὐ κατά φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως καί εἰς ὁμοίαν
λυσιτέλειαν ἡμῖν χρησιμεύουσα· τά γάρ ἀλλήλων δηλωτικά ἀναμφιβόλως
καί τάς ἀλλήλων ἔχουσιν ἐμφάσεις...
Τούτων οὕτως ἐχόντων, τήν βασιλικήν ὥσπερ ἐρχόμενοι τρίβον, ἐπακολουθοῦντες
τῇ θεηγόρῳ διδασκαλίᾳ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν καί τῇ παραδόσει τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας (τοῦ γάρ ἐν αὐτῇ οἰκήσαντος Ἁγίου Πνεύματος
εἶναι ταύτην γινώσκομεν), ὁρίζομεν σύν ἀκριβείᾳ πάσῃ καί ἐμμελείᾳ,
παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τάς
σεπτάς καί ἁγίας εἰκόνας, τάς ἐκ χρωμάτων ψηφίδος καί ἑτέρας ὕλης ἐπιτήδειως
ἐχούσης, ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καί ἐσθῆσι,
τοίχοις τε καί σανίσιν, οἴκοις τε καί ὁδοῖς· τοῖς τε τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ
καί Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος, καί τῆς ἀχράντου δεσποίνης
ἡμῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε ἀγγέλων καί πάντων ἁγίων καί ὁσίων
ἀνδρῶν.
Ὅσον γάρ συνεχῶς δι’ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον
καί οἱ ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε
καί ἐπιπόθησιν, καί ταύταις ἀσπασμόν καί τιμητικήν προσκύνησιν ἀπονέμειν,
οὐ μήν τήν κατά πίστιν ἡμῶν ἀληθινήν λατρείαν, ἥ πρέπει μόνῃ τῇ θεία
φύσει- ἀλλ’ ὅν τρόπον τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ
καί τοῖς ἁγίοις εὐαγγελίοις καί τοῖς λοιποῖς ἱεροῖς ἀναθήμασι, καί θυμιαμάτων
καί φώτων προσαγωγήν πρός τήν τούτων τιμήν ποιεῖσθαι, καθώς καί τοῖς ἀρχαίοις
εὐσεβῶς εἴθισται. “Ἡ γάρ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει”»
(Μ. Βασίλειος) καί
ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν».
Στό «Συνοδικόν τῆς
Ὀρθοδοξίας» ἀναφέρεται μεταξύ ἄλλων:
«Τῶν εἰδότων τῆς τοῦ Χριστοῦ μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ὑποστάσεως τό ἐν οὐσίαις
διάφορον, καί ταύτης τό κτιστόν τε καί ἄκτιστον, τό ὁρατόν καί ἀόρατον,
τό παθητόν καί ἀπαθές,
τό περιγραπτόν καί ἀπερίγραπτον, καί τῇ μέν θεϊκῇ οὐσία τό ἄκτιστον
καί τά ὅμοια προσαρμοζόντων, τῇ δέ ἀνθρώπινῃ φύσει τά τε ἄλλα καί τό
περιγραπτόν, καί λόγῳ καί εἰκονίσμασιν, αἰώνια ἡ μνήμη.
Τῶν πιστευόντων καί διακηρυκευομένων, ἤτοι εὐαγγελιζομένων,
τούς λόγους ἐπί γραμμάτων, τά πράγματα ἐπί σχημάτων, καί εἰς μίαν ἑκάτερον
συντελεῖν ὠφέλειαν, τήν τε διά λόγων ἀνακήρυξιν, καί τήν δι’ εἰκόνων
τῆς ἀληθείας βεβαίωσιν, αἰώνια ἡ μνήμη.
Τῶν τῷ λόγῳ ἁγιαζόντων τά χείλη, εἶτα τούς ἀκροατάς διά τοῦ λόγου
εἰδότων τε καί κηρυσσόντων, ὡς ἁγιάζεται μέν ὁμοίως διά τῶν σεπτῶν
εἰκόνων τά ὄμματα τῶν ὁρώντων, ἀνάγεται δέ δι’ αὐτῶν ὁ νοῦς πρός θεογνωσίαν,
ὥσπερ καί διά τῶν θείων ναῶν καί τῶν ἱερῶν σκευῶν καί ἄλλων κειμηλίων,
αἰωνία ἡ μνήμη».
Συνοψίζοντες τό νόημα τῶν κειμένων αὐτῶν παρατηροῦμε
πώς ἡ τιμή τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς πίστης
τῆς Ἐκκλησίας διά μέσου τῶν αἰώνων, ἡ ὁποία πρέπει νά διαφυλαχθεῖ «ἀκαινοτόμητος».
Ἡ ἐκτύπωση τῶν εἰκόνων σέ ἁρμονία μέ τό εὐαγγε- λικό κήρυγμα ἀποτελεῖ
βεβαίωση καί «πίστωσιν» τῆς ἀληθινῆς
ἐνανθρωπίσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί οἱ χριστιανοί πού βλέπουν
τίς ἅγιες εἰκόνες φέρουν στήν μνήμη τους καί ἐπιποθοῦν τό «πρωτότυπον», δέν μένουν στήν θέα τῆς
εἰκόνος δέν ταυτίζουν τήν εἰκόνα μέ τό πρωτότυπο. Ἔτσι ὁ ἀσπασμός,
ἡ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων
ἀποτελεῖ πράξη τιμῆς καί σεβασμοῦ, ὄχι λατρεία- ἡ λατρεία
ἁρμόζει μόνο στή Θεία φύση. Ἡ τιμή τῶν ἁγίων εἰκόνων μεταβαίνει στό
πρωτότυπο· αὐτός πού προσκυνεῖ τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ τήν ὑπόσταση τοῦ
εἰκονιζομένου.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κηρύττει ὅτι στό Χριστό ὑπάρχει
μία ὑπόσταση (πρόσωπο), ὅμως ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στήν ἀνθρώπινη
φύση, πού είναι κτιστή, ὁρατή, παθητή καί περιγραπτή, καί στή Θεία,
πού εἶναι ἄκτιστη, ἀόρατη, ἀπαθής καί ἀπερίγραπτη. Στήν ἄκτιστη
φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποδίδουμε αὐτά πού ἁρμόζουν στόν Ἄκτιστο Θεό, ἐνῶ
στήν ἀνθρώπινη φύση Του ἀποδίδουμε ἐκεῖνα πού ἁρμόζουν στόν κτιστό
ἄνθρωπο- σ’ αὐτά ἀνήκει καί τό «περιγραπτόν» ὄχι μόνο μέ λόγους, ἀλλά καί μέ εἰκονίσματα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κηρύττει καί βεβαιώνει τήν πραγματικότητα
ὄχι μόνο μέ λόγους (κήρυγμα) ἀλλά καί μέ σχήματα, δηλαδή μέ εἰκόνες.
Ἄν τό κήρυγμα διά λόγου ἁγιάζει τά χείλη τῶν πιστῶν, τότε τό κήρυγμα διά
σχημάτων καί διά ἁγίων εἰκόνων ἁγιάζει τά μάτια των καί μέσω αὐτῶν ὁ
νοῦς ἀνάγεται σέ θεογνωσία.
η) Οἱ εἰκονογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ εἰκονογράφοι,
γιά νά ζωγραφήσουν μία εἰκόνα, ἔπρεπε νά νηστεύσουν προηγουμένως καί
νά ζήσουν ζωή μεγάλης ἄσκησης καί πλήρους ἀφοσίωσης καί προσευχῆς.
Ἔτσι ἀποκτοῦσαν τίς ἀπαραίτητες πνευματικές ἐμπειρίες, τίς ὁποῖες
ἐξέφραζαν μέ χρώματα. Συνέβαινε δηλαδή κάτι ἀνάλογο μέ τήν ἀποκάλυψη
τοῦ Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἐπάνω στό ὄρος σαράντα ἡμερόνυχτα ἔντονη
ζωή ἄσκησης καί ἐγγύτητας μέ τόν Θεό (Ἔξοδ. κδ’ 15-18). Ἀφοῦ φωτίσθηκε
μέ τό ἄκτιστο φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητας, κατέβηκε γιά νά ἐκπληρώσει
τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ (Ἔξοδ. λδ’ 30).
Ὅσοι δέν ἔχουν ἐσωτερικά βιώματα καί πνευματικές
ἐμπειρίες, δέν μποροῦν νά ὀνομασθοῦν εἰκονογράφοι. Οἱ πραγματικοί
εἰκονογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν τήν συναίσθηση πώς δέν ἐπρόκειτο
γιά δικά τους ἔργα, ἀλλά γιά ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐκεῖνοι ἐδάνειζαν
μόνο τό χέρι τους καί γι’ αὐτό τό λόγο ἐσημείωναν: «Διά χειρός...». Πίστευαν δηλαδή πώς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαθιστᾶ
στόν ἄνθρωπο τήν «φθαρεῖσαν εἰκόνα»,
ὁδηγεῖ καί τό χέρι των γιά νά ζωγραφήσει τήν ἀναστηλωμένη εἰκόνα τοῦ
ζῶντος Θεοῦ.
Οἱ εἰκόνες αὐτές, πού ἦσαν ἀποτέλεσμα ἐσωτερικῶν
βιωμάτων, δέν ἐκφράζουν καταστάσεις τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἀλλά καταστάσεις
τοῦ μεταμορφωμένου κόσμου. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο παριστάνονται
στίς εἰκόνες οἱ ἅγιοι, τά ζῶα, τά φυτά καί ὁλόκληρη ἡ δημιουργία,
δέν εἶναι «φυσικός». Οἱ ἅγιες εἰκόνες
δέν ἐκφράζουν «φυσικές» καταστάσεις
αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Φανερώνουν πνευματικές ἐμπειρίες τῆς Ἐκκλησίας μας
γιά ἕνα μεταμορφωμένο κόσμο, πού ἐπιστρέφει στήν πρώτη του λαμπρότητα
καί στό «σκοπό» του, στήν «ἔνδοξον ἐλευθερίαν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»
(Ρωμ. η’ 21).
Κλείνοντες τό κεφάλαιο αὐτό παρατηροῦμε πώς ἡ ἁγία
Γραφή ἀπαγορεύει τήν κατασκευή καί τή λατρεία εἰκόνων ψευδῶν θεῶν,
ὄχι τήν κατασκευή κάθε εἰκόνας. Δέν ἀντιτίθεται στήν ἀπόδοση τιμῆς
σέ πρόσωπα ἤ πράγματα μέσα στό λατρευτικό χῶρο. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ὤν, ἡ
ἀπόλυτη ὕπαρξη, δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ τίποτε μέ Αὐτόν, οὔτε ἐπιτρέπεται
νά ἀποδώσει κανείς τήν τιμή πού ἁρμόζει στόν Θεό, δηλαδή λατρεία σέ
ἀνύπαρκτους θεούς ἤ σέ εἰκόνες τους (εἴδωλα).
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται μέ κάθε τρόπο πού ὁ ἴδιος
ὁ Θεός κρίνει, ἀκόμη καί μέ ὑλικά ἀντικείμενα καί μέ τή σκιά ἁγίων
ἀνθρώπων, ὅπως ἦταν οἱ ἀπόστολοι. Ἡ ὕλη ἁγιάζεται καί μεταδίδει τήν
ἁγιαστική δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τίς εἰκόνες ἔχει χριστολογική βάση. Ὁ Θεός εἶναι κατά
τήν οὐσία ἀπρόσιτος καί γι’ αὐτό δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκφρασθεῖ ούὔτε
μέ λόγο, οὔτε καί ἐξεικόνιση. Ὅμως ὁ Υἱός καί Λόγος, τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε
καί μπορέσαμε νά δοῦμε τή δόξα Του. Τό γεγονός τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ,
τό ὁποῖο ἐξεικονίζουμε μέ τή χρήση χρωμάτων, σέ χαρτί, σέ πανί, σέ σανίδες,
στούς τοίχους κ.ο.κ. ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου καί ὁρατό
σημεῖο τῆς ἀόρατης παρουσίας Του.
Στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία εἰκονίζουμε αὐτό πού βλέπουμε.
Εἶναι ἡ ἴδια ὁμολογία τῆς πίστης μας πού γίνεται μέ τό γραπτό λόγο ἤ
μέ τήν εἰκόνα. Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀληθινῆς
ἐνανθρώπισης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὄχι μιᾶς φανταστικῆς σάρκωσης.
Μέ τίς εἰκόνες ἐκφράζουμε τόν ἐσωτερικό μας πόθο
νά αὐξηθοῦμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων, νά φθάσουμε στή νέα
πραγματικότητα τῆς «ἐν Χριστῷ καινῆς
κτίσεως», νά γίνουμε «σύμμορφοι
τῆς εἰκόνος Αὐτοῦ». Ὅπως ὁ λόγος ἁγιάζει τά χείλη μας, κατά παρόμοιο
τρόπο καί ἡ εἰκόνα, πού μεταδίδει τό ἴδιο μήνυμα μέ τό λόγο, ἁγιάζει
τά μάτια μας καί τό νοῦ μας.
Οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀναφέρονται στόν «καινό ἄνθρωπο» καί ἀποτελοῦν διακήρυξη
τῆς πίστης μας στή μεταμόρφωση καί στήν ἀφθαρσία τοῦ ἀνθρώπου καί ὁλόκληρου
τοῦ κόσμου. Μᾶς δίνουν τήν αἴσθηση τῆς ὕπαρξης αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί ἐνισχύουν
μέσα μας τήν ἐλπίδα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου