Όριο Πίστεως


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

Ὁ τί­μιος σταυ­ρός ἔ­χει με­γά­λη θέ­ση στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τῶν ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στια­νῶν. Ὑ­πάρ­χει στά λει­τουρ­γι­κά κεί­με­να, στό λει­τουρ­γι­κό χῶ­ρο, συ­νο­δεύ­ει κά­θε ἱ­ε­ρή ἀ­κο­λου­θί­α καί κά­θε ἀ­το­μι­κή προ­σευ­χή τῶν πι­στῶν. Εἶ­ναι λοι­πόν ἀ­νάγ­κη νά ἀ­να­λυ­θεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἡ ση­μα­σί­α τοῦ σταυ­ροῦ.

α) Προτυπώσεις στήν Παλαιά Διαθήκη
Τό «ξύ­λον» τοῦ πα­ρα­δεί­σου ἔ­γι­νε ση­μεῖ­ο κα­τα­στρο­φῆς γιά τόν ἄν­θρω­πο. Ὅ­μως «διά τοῦ ξύ­λου τοῦ σταυ­ροῦ», ἄ­νοι­ξε καί πά­λι ὁ πα­ρά­δει­σος. Ἡ ζω­ο­ποι­ός δύ­να­μη τοῦ σταυ­ροῦ προ­τυ­πώ­νε­ται στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη μέ ποι­κί­λους τρό­πους.
Ἡ ρά­βδος τοῦ Μω­ϋ­σῆ με­τα­βάλ­λει τό πι­κρό νε­ρό σέ γλυ­κύ (Ἔ­ξοδ. ι­ε’ 25), γιά νά φα­νεῖ ἡ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ (Σοφ. Σειρ. λη’ 5). Αὐ­τό τό γε­γο­νός ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στόν Χρι­στό, λέ­γον­τας πώς οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἔ­πι­ναν ἀ­πό τό «πνευ­μα­τι­κό πο­τό» πού ἀ­νά­βλυ­ζε «ἀ­πό τήν πνευ­μα­τι­κή πέ­τρα, ἡ ὁ­ποί­α τούς ἀ­κο­λου­θοῦ­σε», «ἡ δέ πέ­τρα ἦν ὁ Χρι­στός» (Α’ Κορ. ι’ 4).
Ὅ­ταν τι­μοῦ­με τόν σταυ­ρό, δέν πί­νου­με ἀ­πό τό «πι­κρό νε­ρό», δέν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στό ὄρ­γα­νο τοῦ θα­νά­του, στούς σταυ­ρούς τῶν λη­στῶν, ἀλ­λά γευ­ό­μα­στε τό «πνευ­μα­τι­κό πο­τό», πού ἀ­να­βλύ­ζει ἀ­πό τήν «πνευ­μα­τι­κή πέ­τρα», ἀ­πό τό νι­κη­τή καί θρι­αμ­βευ­τή τοῦ θα­νά­του Χρι­στό. Ἡ δύ­να­μη τοῦ θα­νά­του ἀ­νή­κε στόν δι­ά­βο­λο (Ἑ­βρ. β’ 14). Ὅ­μως τό γε­γο­νός τοῦ σταυ­ροῦ ἀ­πο­τε­λεῖ γιά τούς πι­στούς πη­γή δύ­να­μης καί ἰ­σχύ­ος ἐ­ναν­τί­ον τοῦ δι­α­βό­λου καί ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἴ­διου τοῦ θα­νά­του, τοῦ τε­λευ­ταί­ου «ἐ­χθροῦ τοῦ ἀν­θρώ­που» (Α’ Κορ. ι­ε’ 26).
Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη βλέ­που­με ἀ­κό­μη τή ζω­ο­ποι­ό δύ­να­μη τοῦ σταυ­ροῦ στό χάλ­κι­νο φί­δι πού ὕ­ψω­σε ὁ Μω­ϋ­σῆς. Μέ βά­ση τήν ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ, κα­θέ­νας πού προ­σέ­βλε­πε σ’ αὐ­τό τό χάλ­κι­νο φί­δι ἐ­θε­ρα­πεύε­το ἀ­πό τά δαγ­κώ­μα­τα τῶν φι­δι­ῶν (Ἀ­ριθ. κα’ 8-9). Ὁ «χάλ­κι­νος ὄ­φις» εἶ­ναι «σύμ­βο­λο σω­τη­ρί­ας» (Σοφ. Σολ. ι­στ’ 5-8). Τή δύ­να­μή του τήν ἀν­τλοῦ­σε ἀ­πό τήν ἴ­δια πη­γή, πού ζω­ο­ποι­εῖ τόν τί­μιο σταυ­ρό: «Κα­θώς ὁ Μω­ϋ­σῆς ὕ­ψω­σε τόν ὄ­φι εἰς τήν ἔ­ρη­μον, τοι­ου­το­τρό­πως πρέ­πει νά ὑ­ψω­θεῖ καί ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που, γιά νά μήν ἀ­πο­λε­σθεῖ κα­θέ­νας πού πι­στεύ­ει σ’ αὐ­τόν, ἀλ­λά νά ἔ­χει ζω­ή αἰ­ώ­νια» (Ἰ­ω. γ’ 14-15).
Τό ἴ­διο σύμ­βο­λο νί­κης καί θριά­μβου βλέ­πει καί ὁ προ­φή­της Ἱ­ε­ζε­κι­ήλ. Εἶ­δε «ἄν­δρα ἐν­δε­δυ­μέ­νον λαμ­πρῶς» νά δί­νει ἐν­το­λή νά σφρα­γι­σθοῦν μέ τό «ση­μεῖ­ον» στά μέ­τω­πα ἐ­κεῖ­νοι πού στε­νά­ζουν «διά τάς ἀ­νο­μί­ας τῆς πό­λε­ως» (Ἱ­εζ. θ’ 4, πρβλ. Ἀ­ποκ. ζ’ 3-4).
Οἱ προ­ει­κο­νί­σεις τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται μό­νο στό γε­γο­νός τῆς σταύ­ρω­σης τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά καί στό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ, στό «ση­μεῖ­ο τοῦ υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που», πού θά φα­νεῖ καί πά­λι σάν λά­βα­ρο νί­κης κα­τά τή θρι­αμ­βευ­τι­κή ἐ­πά­νο­δο τοῦ Χρι­στοῦ (Ματθ. κδ’ 30).

 β) Σωτηρία διά τοῦ σταυρο
Ὁ Χρι­στός ἀ­νέ­λα­βε μέ τή θέ­λη­σή Του τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση στήν κα­τά­στα­ση τῆς φθο­ρᾶς, καί δέ­χθη­κε νά ὑ­πο­στεῖ ὅ­λες τίς συ­νέ­πει­ες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας (Ἰ­ω. α’ 29), χω­ρίς ὁ ἴ­διος νά ἁ­μαρ­τή­σει. Ἔ­μει­νε ξέ­νος πρός τήν ἁ­μαρ­τί­α, πού εἶ­ναι κα­τά­στα­ση ἔ­ξω ἀ­πό τή φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά ἀ­νέ­λα­βε ὅ­λη τήν εὐ­θύ­νη γιά το δι­κό μας πα­ρά­πτω­μα- πῆ­ρε δη­λα­δή τή δι­κή μας θέ­ση (Β’ Κορ. ε’ 21. Γαλ. γ’ 13).
Στό σταυ­ρό ὁ Χρι­στός, μέ τό θά­να­το τοῦ ἀ­να­μάρ­τη­του σώ­μα­τός του, θα­νά­τω­σε τήν ἴ­δια τήν ὑ­πό­στα­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας («τό σῶ­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας») (Ρωμ. στ’ 6, η’ 3) καί ἐ­χά­ρι­σε στόν ἄν­θρω­πο ζω­ή καί ἀ­φθαρ­σί­α. Ὁ Χρι­στός, λέ­γει σύγ­χρο­νος θε­ο­λό­γος, «ἐ­θα­νά­τω­σε τήν ἁ­μαρ­τί­α χω­ρίς νά σκο­τώ­σει τόν ἁ­μαρ­τω­λό. Ἀ­φά­νι­σε τήν ἐ­νο­χή, ἀλ­λά ἔ­σω­σε τόν ἔ­νο­χο. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ με­γά­λη Του δι­α­φο­ρά ἀ­πό τήν ἀν­θρώ­πι­νη δι­και­ο­σύ­νη, πού βλέ­πει τή συν­τρι­βή τῆς ἐ­νο­χῆς στήν ἐ­ξου­θέ­νω­ση τοῦ ἐ­νό­χου».
«Δέν ἐ­φό­νευ­σε τόν ἄν­θρω­πο ὁ Χρι­στός, για­τί ἦλ­θε “ἵ­να ζω­ήν ἔ­χω­μεν καί πε­ρισ­σόν ἔ­χω­μεν” (Ἰ­ω. ι’ 10). Ἐ­φό­νευ­σε τήν ἴ­δια τήν ἁ­μαρ­τί­α, πού εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α τοῦ θα­νά­του μας. Πο­λέ­μη­σε τήν ἁ­μαρ­τί­α πρώ­τα στήν ἴ­δια τήν (ἀν­θρώ­πι­νη) φύ­ση Του, μέ­νον­τας ὁ ἴ­διος ἀ­να­μάρ­τη­τος (Α’ Πέ­τρ. β’ 22). Κυ­ρί­ως ὅ­μως καί κα­τ’ ἐ­ξο­χήν πο­λέ­μη­σε τήν ἁ­μαρ­τί­α ἐ­κεῖ πού ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί ἔ­πρε­πε νά κα­τα­λή­ξου­με, δη­λα­δή στό σταυ­ρό».
Ὁ σταυ­ρός δέν εἶ­ναι πλέ­ον σύμ­βο­λο θα­νά­του καί ντρο­πῆς (Δευ­τερ. κα’ 23), ἀλ­λά πη­γή ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου. Διά τοῦ σταυ­ροῦ ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε καί κα­ταρ­γή­θη­κε ἡ κα­τά­ρα· κα­τα­τρο­πώ­θη­κε ὁ ἄρ­χον­τας τοῦ θα­νά­του, δη­λα­δή ὁ δι­ά­βο­λος. Ὁ σταυ­ρός ἔ­γι­νε τό ἀ­κα­τα­μά­χη­το ὅ­πλο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί φο­βε­ρός ἀν­τί­πα­λος τῶν δαι­μό­νων. Εἶ­ναι ἡ δό­ξα τῶν μαρ­τύ­ρων καί τῶν ἁ­γί­ων, τό λι­μά­νι τῆς σω­τη­ρί­ας καί τό κό­σμη­μα τῶν πι­στῶν.
Ὁ θά­να­τος τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πά­νω στόν σταυ­ρό ἐ­σή­μα­νε τό θά­να­το τοῦ πα­λαι­οῦ κό­σμου καί ἡ ἀ­νά­στα­σή Του τήν ἔ­ναρ­ξη ἑ­νός νέ­ου αἰ­ῶ­να τῆς με­τα­μόρ­φω­σης, τό χρό­νο τῆς σω­τη­ρί­ας ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ κό­σμου. Κα­τά τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, διά τοῦ σταυ­ροῦ ἐ­πῆλ­θε ἡ συμ­φι­λί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό· «ἐν Χρι­στῷ» δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ «και­νούρ­γιος ἄν­θρω­πος». Ὁ σταυ­ρός ἦ­ταν τό ὄρ­γα­νο, μέ τό ὁ­ποῖ­ο ὁ Χρι­στός ἐ­θα­νά­τω­σε τήν ἔ­χθρα (Ἐ­φεσ. θ’ 15-16). Ἔ­τσι «διά τοῦ αἵ­μα­τος» Αὐ­τοῦ ἔ­χου­με ἐ­μεῖς «παρ­ρη­σί­αν εἰς τήν εἴ­σο­δον τῶν ἁ­γί­ων» (Ἑ­βρ. ι’ 19).
Ὁ σταυ­ρός τοῦ Κυ­ρί­ου ἐκ­φρά­ζει τήν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καί ταυ­τό­χρο­να τήν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που στά μά­τια τοῦ Θε­οῦ. Δέν ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη ἔκ­φρα­ση τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τόν σταυ­ρό. Ὅ­πως δέν ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη ἐ­ξύ­ψω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό γε­γο­νός τοῦ σταυ­ροῦ (Ἰ­ω. ι­ε’ 13. Ρωμ. ε’ 8). Τό­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που στά μά­τια τοῦ Θε­οῦ, ὥ­στε γιά τή σω­τη­ρί­α του ἀ­νυ­ψώ­θη­κε πά­νω στόν σταυ­ρό ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. Ὁ σταυ­ρός ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­σφα­λῆ ἐγ­γύ­η­ση γιά τήν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ καί γιά τήν πα­ρου­σί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­νώ­πιον τοῦ θρό­νου τοῦ Θε­οῦ.
Τή θέ­ση τοῦ τι­μί­ου σταυ­ροῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας ἐκ­φρά­ζει ὁ ὕ­μνος τῆς Κυ­ρια­κῆς τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως:
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος σταυρός,
τῆς εὐσεβείας τό άἀήττητον τρόπαιον,
ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου
ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός,
τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα·
δι’ οὗ ἐξηφάνισται ἡ ἀρά καί κατήργηται,
καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις,
καί ὑψώθημεν ἀπό γῆς πρός οὐράνια·
ὅπλον ἀκαταμάχητον,
δαιμόνων ἀντίπαλε,
δόξα μαρτύρων ὁσίων
ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα,
λιμήν σωτηρίας,
ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος».

γ) Ὁ σταυρός ὡς ὕψωση
Ὁ Χρι­στός χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν ἄ­νο­δό του στόν σταυ­ρό ὕ­ψω­ση, δό­ξα καί θρί­αμ­βο κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τοῦ θα­νά­του.
«Ἦλ­θε ἡ ὥ­ρα διά νά δο­ξα­σθῆ ὁ Υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που», εἶ­πε, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν ὕ­ψω­σή του ἐ­πά­νω στόν σταυ­ρό (Ἰ­ω. ι­β’ 23). Στή συ­νέ­χεια ἀ­νέ­φε­ρε:
«- Ἀ­λή­θεια, ἀ­λή­θεια σᾶς λέ­γω, ἐ­άν ὁ σπό­ρος τοῦ σί­του δέν πέ­σῃ εἰς τήν γῆν καί δέν ἀ­πο­θά­νῃ, μέ­νει αὐ­τός μό­νος, ἐ­άν ὅ­μως ἀ­πο­θά­νῃ φέ­ρει πο­λύν καρ­πόν...
Τώ­ρα ἡ ψυ­χή μου εἶ­ναι τα­ραγ­μέ­νη καί τί νά εἴ­πω; Πα­τέ­ρα, σῶ­σέ με ἀ­πό τήν ὥ­ραν αὐ­τήν. Ἀλ­λά δι’ αὐ­τό ἦλ­θον εἰς τήν ὥ­ραν αὐ­τήν. Πα­τέ­ρα, δό­ξα­σε τό ὄ­νο­μά Σου.
Τότε ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανόν:
-         Τό ἐδόξασα καί πάλιν θά τό δοξάσω.
Ὁ κό­σμος ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρευ­ρί­σκε­το καί ἤ­κου­σε, ἔ­λε­γεν ὅ­τι ἔ­γι­νε βρον­τή.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πε­κρί­θη:
-         Ἡ φω­νή αὐ­τή δέν ἔ­γι­νε δι’ ἐ­μέ ἀλ­λά διά σᾶς. Τώ­ρα γί­νε­ται δί­κη
τοῦ κό­σμου τού­του, τώ­ρα ὁ ἄρ­χων τοῦ κό­σμου τού­του θά ἐκ­βλη­θῇ ἔ­ξω. Καί ὅ­ταν ἐ­γώ ὑ­ψω­θῶ ἀ­πό τήν γῆν, θά ἑλ­κύ­σω ὅ­λους πρός τόν ἑ­αυ­τόν μου.
Αὐτό τό ἔλεγε, διά νά ὑποδείξῃ μέ ποῖον τρόπον θά ἀπέθνησκε» (Ἰω. ιβ’ 24-33, πρβλ. Ἰω. ιγ’ 31-38. Λουκ. κδ’ 26).
Οἱ λό­γοι αὐ­τοί ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ πά­θους καί τήν ἀ­γω­νί­α τοῦ σταυ­ροῦ. Ὅ­μως πα­ρου­σιά­ζουν καί τό γε­γο­νός τῆς σταύ­ρω­σης σάν «ὕ­ψω­ση» καί σάν δό­ξα τοῦ «Υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που», ὡς ἀ­φε­τη­ρί­α καί κέν­τρο τῆς δό­ξας τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους.
Πά­νω στό σταυ­ρό δέν βρί­σκε­ται κά­ποι­ος ἀ­δύ­να­μος ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς. Αὐ­τός πού κα­τέρ­χε­ται στόν Ἅ­δη ὡς νι­κη­τής καί θρι­αμ­βευ­τής, γιά νά κα­ταρ­γή­σει τό βα­σί­λει­ο τοῦ θα­νά­του καί τοῦ Ἅ­δου, νά ἐ­λευ­θε­ρώ­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τά δε­σμά τοῦ θα­νά­του, καί νά τόν εἰ­σα­γά­γει στή βα­σι­λεί­α τῆς ζω­ῆς.
Ὁ θά­να­τος τοῦ Κυ­ρί­ου χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται στήν ἁ­γί­α Γρα­φή σάν «ὕ­πνος λέ­ον­τος», πού δι­α­τη­ρεῖ τή φο­βε­ρή του δύ­να­μη καί κα­τά τή διά­ρκεια τοῦ ὕ­πνου καί με­τά ἀ­πό αὐ­τόν. Γι’ αὐ­τόν τό λό­γο δέν τολ­μᾶ κα­νέ­νας νά τόν ξυ­πνή­σει: «Ἀ­να­πε­σών ἐ­κοι­μή­θης ὡς λέ­ων καί ὡς σκύ­μνος· τίς ἐ­γε­ρεῖ αὐ­τόν;» (Γέν. μθ’ 9).

δ) Ὁ σταυρός ὡς μέτρο κρίσης τοῦ κόσμου
Ὁ Χρι­στός το­πο­θε­τεῖ τόν σταυ­ρό στό κέν­τρο ἑ­νός παγ­κό­σμιου δι­κα­στη­ρί­ου. «Νῦν κρί­σις ἐ­στί τοῦ κό­σμου τού­του», λέ­γει (Ἰ­ω. ι­β’ 31). Ὁ σταυ­ρός γί­νε­ται γνώ­μο­νας θριά­μβου ἤ κα­τα­δί­κης τῶν ἀν­θρώ­πων· ἀ­νά­λο­γα μέ τή θέ­ση πού παίρ­νει κά­θε ἄν­θρω­πος ἀ­πέ­ναν­τι σ’ αὐ­τόν.
Στό πρό­σω­πο τῶν δύ­ο λη­στῶν ἐκ­προ­σω­πεῖ­ται καί κρί­νε­ται ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα. Βά­ση αὐ­τῆς τῆς κρί­σης δέν εἶ­ναι οἱ πρά­ξεις, ἀλ­λά ἡ δι­ά­θε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πέ­ναν­τι στόν σταυ­ρω­μέ­νο Θε­άν­θρω­πο.
Ὁ εὐ­γνώ­μων λη­στής ὁ­μο­λο­γεῖ τόν Χρι­στό. Δέν δέ­χε­ται πώς ὁ δι­κός του σταυ­ρός εἶ­ναι ἴ­διος μέ τόν σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν ἐ­κλαμ­βά­νει τόν Ἰ­η­σοῦ σάν ὁ­μοι­ο­πα­θή πρός ἐ­μᾶς τούς ἀν­θρώ­πους, σάν «λη­στή». Τόν ὁ­μο­λο­γεῖ ὡς Βα­σι­λέ­α, Κύ­ριο καί Θε­ό, καί ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τό ἔ­λε­ός Του. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ὁ εὐ­γνώ­μων λη­στής γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κός θε­ο­λό­γος καί ἅ­γιος· ὁ πρῶ­τος ἅ­γιος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Δεί­χνει σέ ὅ­λους μας τό δρό­μο τῆς ἀ­λη­θι­νῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τας· τήν κα­τά­στα­ση στήν ὁ­ποί­α ὁ ἄν­θρω­πος αἰ­σθά­νε­ται βα­θύ­τα­τα τήν ἀ­νε­πάρ­κειά του, τήν ἀ­πο­τυ­χί­α του, πράγ­μα πού τοῦ «ἀ­νοί­γει τό δρό­μο» γιά νά ἐκ­ζη­τή­σει τό ἔ­λε­ος τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ «ὁ­δός τῆς σω­τη­ρί­ας»: ὁ δρό­μος τοῦ σταυ­ροῦ.
Ὁ ἀ­γνώ­μων λη­στής ἐ­κλαμ­βά­νει τόν Κύ­ριο σάν κοι­νό ἄν­θρω­πο καί τόν σταυ­ρό Του σάν σύμ­βο­λο πε­ρι­φρό­νη­σης καί ἐμ­παιγ­μοῦ. Γι’ αὐ­τό «ἐ­βλα­σφή­μει Αὐ­τόν» (Λουκ. κγ’ 39). Δέν στή­ρι­ζε τίς ἐλ­πί­δες Του σ’ Αὐ­τόν, οὔ­τε πρίν ἀ­πό τήν κα­τα­δί­κη του, οὔ­τε με­τά. Ἦ­ταν κα­τά τό πα­ρελ­θόν λη­στής καί πα­ρέ­μει­νε λη­στής ἐ­πά­νω στόν σταυ­ρό καί με­τά ἀ­πό αὐ­τόν, στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Ὅ­μως δέν κο­λά­ζε­ται ἐ­πει­δή ἦ­ταν στό πα­ρελ­θόν λη­στής. Κο­λά­ζε­ται ἐ­πει­δή δέν θέ­λη­σε νά ἐ­ξαρ­τή­σει τήν σω­τη­ρί­α του ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον πού ὑ­ψώ­θη­κε ἐ­πά­νω στόν σταυ­ρό γιά νά προ­σελ­κύ­σει πρός τόν ἑ­αυ­τόν Του ὅ­λους τούς εὐ­γνώ­μο­νες λη­στές.
Ὁ τί­μιος σταυ­ρός λοι­πόν εἶ­ναι τό μέ­τρο κρί­σης τοῦ κό­σμου, ὁ «ζυ­γός δι­και­ο­σύ­νης», ὅ­πως λέ­γει ὁ ὕ­μνος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας:
«Ἐν μέσῳ δύο ληστῶν,
ζυγός δικαιοσύνης εὑρέθη ὁ σταυρός Σου.
Τοῦ μέν καταγομένου εἰς Ἅδην,
τῷ βάρει τῆς βλασφημίας
τοῦ δέ κουφιζομένου πταισμάτων,
πρός γνώσιν θεολογίας,
Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
Ἡ ἀρ­νη­τι­κή στά­ση τοῦ ἀ­γνώ­μο­να λη­στή ἀ­πέ­ναν­τι στόν σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ τόν ὁ­δή­γη­σε στόν Ἅ­δη, ἐ­νῶ ἡ ἀν­τί­θε­τη στά­ση τοῦ ἄλ­λου, τοῦ εὐ­γνώ­μο­νος, τόν ὁ­δή­γη­σε στή γνώ­ση τῆς θε­ο­λο­γί­ας καί τοῦ ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα τοῦ πα­ρα­δεί­σου, ὅ­πως λέ­γει ἄλ­λος ὕ­μνος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας: «Εἰ­σα­κή­κο­α, Κύ­ρι­ε, τήν ἀ­κο­ήν τῆς δυ­να­στεί­ας τοῦ σταυ­ροῦ Σου, ὡς (ὅ­τι) πα­ρά­δει­σος ἠ­νοί­γη δι’ αὐ­τοῦ».

ε) Τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ
Ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά τόν τί­μιο σταυ­ρό, δέν ἐν­νο­οῦ­με μό­νο τό γε­γο­νός τῆς σταύ­ρω­σης τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά καί τό ἴ­διο τό ξύ­λο τοῦ σταυ­ροῦ. Καί αὐ­τό τό ξύ­λο ἁ­γι­ά­ζε­ται μέ τήν ἐ­πα­φή μέ τό Τί­μιο Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό τό λό­γο προ­σκυ­νεῖ­ται (Ἰ­ω. Δα­μα­σκη­νός). Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς ὑ­πο­γραμ­μί­ζει:
«Ὄ­χι μό­νον ὁ λό­γος πε­ρί τοῦ σταυ­ροῦ καί τό μυ­στή­ριον, ἀλ­λά καί τό σχῆ­μα εἶ­ναι θεῖ­ον καί προ­σκυ­νη­τόν, δι­ό­τι εἶ­ναι σφρα­γίς σε­βά­σμιος ἁ­γι­α­στι­κή καί τε­λει­ω­τι­κή ὅ­λων τῶν θαυ­μα­σί­ων καί ἀ­νεκ­φρά­στων ἀ­γα­θών, τά ὁ­ποῖ­α προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τόν Θε­όν».
Ὁ σταυ­ρός εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου Χρι­στοῦ καί ἀν­τλεῖ τή δύ­να­μη καί τή χά­ρη Του ἀ­πό τά πά­θη τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐ­τό ἡ σφρά­γι­ση διά τοῦ σταυ­ροῦ ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­ξω­τε­ρι­κό ση­μεῖ­ο ὅ­λων ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τῶν ἱ­ε­ρῶν μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μέ τά ὁ­ποῖ­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.
Μέ τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ σφρα­γί­ζου­με τά κυ­ρι­ό­τε­ρα μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος κα­τά τό ἱ­ε­ρό χρί­σμα. Ἔ­τσι πε­ρι­τει­χί­ζου­με ὅ­λα τά μέ­λη μας καί τά ἀ­φι­ε­ρώ­νου­με μέ τόν τρό­πο αὐ­τό στόν Θε­ό. Τά κα­θι­στοῦ­με ὄρ­γα­να τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Σφρα­γί­ζου­με τό νοῦ, τήν καρ­διά καί ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις μας καί ἐκ­φρά­ζου­με τήν ἀ­φι­έ­ρω­ση αὐ­τή τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας ἀ­κό­μη πιό ἔν­το­να μέ τή φρά­ση: «Εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, Ἀ­μήν».
Μέ τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ γι­νό­μα­στε μέ­το­χοι τῶν πα­θῶν καί τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ. Νε­κρώ­νου­με τόν πα­λαι­ό ἄν­θρω­πο καί κά­θε τι πού ἔ­χει σχέ­ση μέ τά ἔρ­γα τοῦ δι­α­βό­λου καί ἀ­να­σται­νό­μα­στε μα­ζί μέ τόν Χρι­στό.
Ὁ σταυ­ρός τοῦ Κυ­ρί­ου ση­μαί­νει κα­τάρ­γη­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, λέ­γει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς καί προ­σθέ­τει: «Διά τοῦ­το καί κά­ποι­ος ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους πα­τέ­ρας ὅ­ταν ἠ­ρω­τή­θη ἀ­πό ἕ­να ἄ­πι­στον, ἐ­άν πι­στεύ­η εἰς τόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον, ἀ­πήν­τη­σε: ναί εἰς αὐ­τόν ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­σταύ­ρω­σε τήν ἁ­μαρ­τί­αν».
Ὁ τί­μιος σταυ­ρός εἶ­ναι τό σύμ­βο­λο τῆς νί­κης καί τοῦ θριά­μβου κα­τά τοῦ δι­α­βό­λου καί κα­τά τῶν ἔρ­γων τοῦ δι­α­βό­λου. Ἐκ­φρά­ζει τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στή ζω­ή τῶν πι­στῶν καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τή συν­τρι­βή τοῦ θα­νά­του (Ἐ­φεσ. β’ 16). Ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­λη­θι­νή πα­νο­πλί­α γιά τόν χρι­στια­νό, φο­βε­ρό ὅ­πλο, τό ὁ­ποῖ­ο τρέ­μουν οἱ δαί­μο­νες. Γι’ αὐ­τό ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ψάλ­λει:
«Κύριε, ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου,
τόν σταυρόν Σου ἡμῖν δέδωκας·
φρίττει γάρ καί τρέμει,
μή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τήν δύναμιν,
ὅτι νεκρούς ἀνιστᾷ
καί θάνατον κατήργησε·
διά τοῦτο προσκυνοῦμεν
τήν ταφήν Σου καί τήν ἔγερσιν»
                                 (στιχ. αἴνων Κυριακῆς πλ. Δ’ ἤχου).
Στήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἰ­ω­άν­νου ἀ­να­φέ­ρε­ται πώς στούς ἔ­σχα­τους και­ρούς θά εἶ­ναι ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νη ἡ σω­τη­ρί­α γιά ἐ­κεί­νους πού φέ­ρουν τό ση­μεῖ­ο τοῦ Θε­οῦ: «Κα­τό­πιν, ἐ­βγῆ­καν ἀ­πό τόν κα­πνόν ἀ­κρί­δες εἰς τήν γῆν καί τούς ἐ­δό­θη ἐ­ξου­σί­α, ὅ­πως ἡ ἐ­ξου­σί­α τήν ὁ­ποί­αν ἔ­χουν οἱ σκορ­πιοί τῆς γῆς, τούς εἶ­πον νά μή βλά­ψουν τό χορ­τά­ρι τῆς γῆς, οὔ­τε κα­νέ­να χλω­ρόν, οὔ­τε κα­νέ­να δέν­δρον, πα­ρά μό­νον τούς ἀν­θρώ­πους οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἔ­χουν τήν σφρα­γί­δα τοῦ Θε­οῦ εἰς τά μέ­τω­πά τους» (Ἀ­ποκ. θ’ 3-4, πρβλ. ζ’ 2-4. Ἱ­εζ. θ’4-6).
Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ὁ Κύριος δρᾶ θαυματουργικά καί μέ τόν τίμιο σταυρό καί προσεύχον­ται:
 «Δυνάμει τοῦ Σταυροῦ Σου, Χριστέ,
στερέωσόν μου τήν διάνοιαν
εἰς τό ὑμνεῖν καί δοξάζειν σου,
τήν σωτήριον ἀνάστασιν».

Ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται γιά μα­γι­κό ὄρ­γα­νο, ἀλ­λά γιά τή ζω­ο­ποι­ό δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ, πού με­τα­δί­δε­ται ἀ­κό­μη καί στό ξύ­λο τοῦ σταυ­ροῦ ἤ στό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ. Ἡ σχέ­ση τοῦ ση­μεί­ου μέ τόν Χρι­στό εἶ­ναι ἐ­κεί­νη πού με­τα­βάλ­λει τό «φο­νι­κό ὄρ­γα­νο» σέ πη­γή σω­τη­ρί­ας· ὄ­χι τό σχῆ­μα μό­νο του, ξε­κομ­μέ­νο ἀ­πό τή σχέ­ση του μέ τόν Κύ­ριο. Τήν ἀ­λή­θεια αὐ­τή βλέ­που­με στόν χάλ­κι­νο ὄ­φι, πού προ­ει­κό­νι­ζε τόν τί­μιο καί ζω­ο­ποι­ό σταυ­ρό.
Οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἐ­σώ­ζον­το «οὐ διά τό θε­ω­ρού­με­νον, ἀλ­λά διά σέ τόν πάν­των Σω­τή­ρα»· δέν ἐ­σώ­ζον­το ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ συμ­βό­λου, ἀλ­λά ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ Θε­οῦ, πού εἶ­ναι ὁ Σω­τή­ρας ὅ­λων. «Καί ἐν τού­τῳ ἔ­πει­σας τούς ἐ­χθρούς ἡ­μῶν, ὅ­τι σύ εἶ ὁ ρυ­ό­με­νος ἐκ παν­τός κα­κοῦ», προ­σθέ­τει ὁ σο­φός Σο­λο­μών (Σοφ. Σολ. ι­στ’ 7-8).
Οἱ Ισ­ρα­η­λί­τες δέν κα­τα­νό­η­σαν τήν ἀ­λή­θεια αὐ­τή καί θέ­λη­σαν νά λα­τρεύ­σουν τόν χάλ­κι­νο ὄ­φι· νά τοῦ ἀ­πο­δώ­σουν δη­λα­δή τι­μή πού ἀ­πο­δί­δε­ται μό­νο στόν Θε­ό. Θε­ώ­ρη­σαν πώς ἡ θε­ρα­πευ­τι­κή δύ­να­μη προ­ήρ­χε­το ἀ­πό τόν ἴ­διο τό χάλ­κι­νο ὄ­φι. Γι’ αὐ­τό καί ὁ εὐ­σε­βής βα­σι­λέ­ας Ἐ­ξε­κί­ας δέν ἐ­δί­στα­σε ἀρ­γό­τε­ρα, μα­ζί μέ τά ἄλ­λα εἴ­δω­λα, νά συν­τρί­ψει καί τό χάλ­κι­νο ὄ­φι. Εἶ­δε πώς στή συ­νεί­δη­ση τοῦ ἀ­πο­στά­του λα­οῦ ὁ χάλ­κι­νος ὄ­φις ἔ­χα­σε τή σχέ­ση του μέ τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό καί πῆ­ρε τή θέ­ση Ἐ­κεί­νου (Δ’ Βα­σιλ. ι­η’ 4).
Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός ἀποδίδει στόν τίμιο σταυρό τήν πρέπουσα τιμή, ὄχι ὅμως λατρεία (πρβλ. Γεν. μζ’ 31). Δέν συγκαταλέγεται ἀνάμεσα στούς «ἐχθρούς τοῦ σταυ­ροῦ» (Φιλιπ. γ’ 18). Ὁ σταυρός δέν ἀποτελεῖ γιά ἐμᾶς «αἰσχύνην» (πρβλ. Δευτερ. κα’ 23), ἀλλά «καύχημα» (Γαλ. στ’ 14) καί τοῦτο δέν ἀναφέρεται μόνο στό γεγονός, ἀλλά καί στό σχῆμα.

στ) Πῶς νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ
Τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ ἀ­πο­τε­λεῖ πρω­το­χρι­στι­α­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Μαρ­τυ­ρεῖ­ται στόν ἅ­γιο Ἰ­ου­στῖ­νο (150 μ.Χ.) καί στόν Τερ­τυλ­λια­νό (200 μ.Χ.). Γρά­φει ὁ Τερ­τυλ­λια­νός:
«Ἡ­μεῖς οἱ χρι­στια­νοί εἰς ὅ­λα τά τα­ξί­δια καί τάς με­τα­κι­νή­σεις, εἰς πᾶ­σαν ἀ­να­χώ­ρη­σιν καί ἐ­πι­στρο­φήν μας, ὅ­ταν φο­ροῦ­μεν τά ἐν­δύ­μα­τα καί τά ὑ­πο­δή­μα­τα, εἰς τό λου­τρόν καί εἰς τό τρα­πέ­ζι, ὅ­ταν ἀ­νά­πτω­μεν τό λυ­χνά­ρι μας, ὅ­ταν κα­θή­με­θα ἤ ἐ­ξα­πλω­νώ­με­θα, εἰς ὅ­λας ἐν γέ­νει τάς πρά­ξεις τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς κά­μνο­μεν τό ση­μεῖ­ον τοῦ σταυροῦ». Τό ἔ­θι­μο τοῦ­το, συ­νε­χί­ζει, «ἔ­χει τήν ἀρ­χήν του εἰς τήν πα­ρά­δο­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­το­νώ­θη δέ διά τῆς συ­νή­θειας καί πρέ­πει νά τη­ρῆ­ται με­τά πί­στε­ως».
Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἡ οὐ­σί­α τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται μέ τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ. Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος χρι­στια­νός ἑ­νώ­νει τά τρί­α δά­κτυ­λα καί τά θέ­τει πρῶ­τα στό μέ­τω­πο, ὕ­στε­ρα στήν κοι­λιά καί τέ­λος τά φέ­ρει στούς δύ­ο ὤ­μους ὁ­ρι­ζόν­τια, ἀ­πό τά δε­ξιά πρός τά ἀ­ρι­στε­ρά.
Μέ τήν ἕ­νω­ση τῶν τρι­ῶν δα­κτύ­λων ἀ­πει­κο­νί­ζου­με καί ὁ­μο­λο­γοῦ­με τήν πί­στη μας στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό. Ὅ­ταν τά θέ­του­με στήν κοι­λιά τό κά­νου­με «εἰς τύ­πον τοῦ Υἱ­οῦ», πού ἐ­γεν­νή­θη προ­αι­ώ­νια ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα, κα­τῆλ­θε στή γῆ καί ἐ­γεν­νή­θη «ἐκ τῆς παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας». Ὅ­ταν θέ­του­με τά ἑ­νω­μέ­να δά­κτυ­λα στούς ὤ­μους, τό κά­νου­με «εἰς τύ­πον τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος», πού χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται σάν «βρα­χί­ων» (Ἰ­ω. ι­β’ 38) καί «δύ­να­μις» Κυ­ρί­ου (Λουκ. κδ’ 49, πρβλ. Πράξ. α’ 8).
Μέ τήν ἕ­νω­ση τῶν δύ­ο ἄλ­λων δα­κτύ­λων ἀ­πει­κο­νί­ζου­με τήν ἐν­σάρ­κω­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν ἀ­δι­αί­ρε­τη ἕ­νω­ση τῶν δύ­ο φύ­σε­ων, μέ τήν ὁ­ποί­α θε­ρα­πεύ­θη­κε καί ἀ­νυ­ψώ­θη­κε ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μέ­χρι τό ὕ­ψος τῆς θέ­ω­σης.
Οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί κά­νουν σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ, ὅ­ταν προ­σεύ­χον­ται, ὅ­ταν κοι­μοῦν­ται, ὅ­ταν ξυ­πνοῦν, ὅ­ταν ἀρ­χί­ζουν τήν ἐρ­γα­σί­α τους καί ὅ­ταν τήν τε­λει­ώ­νουν. Ὅ­ταν φεύ­γουν γιά ἕ­να τα­ξί­δι, ὅ­ταν περ­νοῦν ἔ­ξω ἀ­πό ἱ­ε­ρό να­ό, σέ ὁ­λό­κλη­ρη τή ζω­ή τους.
Ἀλ­λά δέν τό κά­νουν μέ τρό­πο μα­γι­κό, ἀλ­λά μέ ἐ­σω­τε­ρι­κή συμ­με­το­χή. Χα­ράσ­σουν τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ στό σῶ­μα τους εὐ­κρι­νῶς, ὄ­χι μέ ἀ­μέ­λεια, ἀλ­λά σύμ­φω­να μέ τήν τά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: Μέ τά τρί­α δά­κτυ­λα ἑ­νω­μέ­να καί μέ τέ­τοι­ο τρό­πο, σάν νά ἀ­κουμ­ποῦ­σε ἐ­πά­νω μας ὁ ἴ­διος ὁ σταυ­ρός.
Τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ πρέ­πει νά συ­νο­δεύ­ε­ται καί μέ ἀ­πό­λυ­τη πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, στό σω­τή­ριο γε­γο­νός τῆς σάρ­κω­σης τοῦ Χρι­στοῦ, στόν σταυ­ρι­κό θά­να­το καί στή ζω­ο­ποι­ό Του ἀ­νά­στα­ση. Μέ πί­στη σέ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τά δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­κη­ρύσ­σου­με μέ τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ. Ὅ­ταν κά­νου­με τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ πρέ­πει νά μέ­νου­με στα­θε­ροί στήν ἐν Χρι­στῷ ἐλ­πί­δα, δη­λα­δή νά εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι γιά τήν ἀ­γά­πη καί τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ.
Τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ πρέ­πει νά συ­νο­δεύ­ε­ται μέ τήν ἀ­με­τά­κλη­τη ἀ­πό­φα­σή μας νά σταυ­ρώ­σου­με καί νά κα­ταρ­γή­σου­με τόν ἁ­μαρ­τω­λό ἑ­αυ­τό μας καί τά πά­θη. Πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι νά δε­χθοῦ­με τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, γιά νά ζή­σου­με πλέ­ον συ­νει­δη­τά τή ζω­ή τῆς ἀ­να­καί­νι­σης καί τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς με­τα­μόρ­φω­σης.
Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ τρό­πος πού οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί κά­νουν τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ.
Κλεί­νον­τας πα­ρα­τη­ροῦ­με πώς ὁ σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ δέν εἶ­ναι σύμ­βο­λο ντρο­πῆς, ἀλ­λά καύ­χη­μα γιά κά­θε πι­στό. Εἶ­ναι τό ὄρ­γα­νο μέ τό ὁ­ποῖ­ο θα­να­τώ­θη­κε ἡ ἁ­μαρ­τί­α καί ὁ θά­να­τος. Εἶ­ναι πη­γή ζω­ῆς καί δό­ξα. Φα­νε­ρώ­νει τήν ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ γιά τόν ἄν­θρω­πο καί τήν ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που στά μά­τια τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­πο­τε­λεῖ συγ­κλο­νι­στι­κή ἀ­πό­δει­ξη τῆς ἐλ­πί­δας τῶν πι­στῶν καί προ­σφέ­ρει τή βε­βαι­ό­τη­τα γιά βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα στή ζω­ή, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τίς ὅ­ποι­ες συν­θῆ­κες της.
Ὁ σταυ­ρός ἀ­πο­τε­λεῖ τό μέ­τρο κρί­σης γιά τόν κά­θε ἄν­θρω­πο. Ἡ δι­ά­θε­ση καί ἡ στά­ση ἀ­πέ­ναν­τι στόν τί­μιο σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ρεῖ νά ση­μά­νει σω­τη­ρί­α ἤ κα­τα­δί­κη, σύμ­φω­να μέ τό πα­ρά­δειγ­μα τῶν δύ­ο λη­στῶν, ἐ­κεί­νου πού βρι­σκό­ταν στά δε­ξιά τοῦ Χρι­στοῦ καί τοῦ ἄλ­λου, στά ἀ­ρι­στε­ρά.
Μέ τήν ἐ­πα­φή τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ ἁ­γι­ά­ζε­ται καί τό ξύ­λο τοῦ σταυ­ροῦ. Καί τό σχῆ­μα τοῦ σταυ­ροῦ ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­ξει­κό­νι­ση τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου Κυ­ρί­ου, τοῦ νι­κη­τοῦ καί θρι­αμ­βευ­τοῦ κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τοῦ θα­νά­του, τοῦ χο­ρη­γοῦ τῆς ζω­ῆς, τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας καί τῆς ἀ­θα­να­σί­ας, πού ἐ­πή­γα­σε ἀ­πό τόν τί­μιο σταυ­ρό.
Μέ τόν τί­μιο σταυ­ρό σφρα­γί­ζον­ται ὅ­λα τά μέ­λη τοῦ πι­στοῦ καί ἀ­φι­ε­ρώ­νον­ται στόν Θε­ό. Ὁ άν­θρω­πος γί­νε­ται μέ­το­χος τῶν πα­θῶν καί τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ, νι­κη­τής καί θρι­αμ­βευ­τής κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τοῦ θα­νά­του. Ὁ σταυ­ρός εἶ­ναι σε­βά­σμια σφρα­γί­δα ὅ­λων τῶν θαυ­μα­σί­ων τοῦ Θε­οῦ.
Τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ ἐκ­φρά­ζει καί δι­α­κη­ρύτ­τει τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό, στήν ἕ­νω­ση τῶν δύ­ο φύ­σε­ων τοῦ Χρι­στοῦ, στό ἕ­να πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου, στό γε­γο­νός τῆς ἐν Χρι­στῷ σω­τη­ρί­ας.
Τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ χα­ράσ­σε­ται ἀ­πό κά­θε πι­στό στό σῶ­μα του μέ με­γά­λη εὐ­λά­βεια, χω­ρίς ὅ­μως νά θε­ω­ρεῖ­ται πρά­ξη μα­γι­κή. Συ­νο­δεύ­ε­ται μέ βα­θειά πί­στη στά σω­τή­ρια δόγ­μα­τα, πού ἐκ­φρά­ζον­ται καί δι­α­κη­ρύτ­τον­ται μέ τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ, μέ βε­βαί­α καί ἀ­με­τα­κί­νη­τη ἐλ- πί­δα γιά έ­να βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα στή ζω­ή, πού στη­ρί­ζε­ται στή νί­κη κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τοῦ θα­νά­του πού συν­τε­λέ­σθη­κε ἐ­πά­νω στόν σταυ­ρό. Συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­κό­μη μέ στα­θε­ρή ἀ­πό­φα­ση καί μέ ἀ­νά­λο­γο ἀ­γώ­να γιά νά σταυ­ρώ­σου­με τόν πα­λαι­ό ἄν­θρω­πο μέ τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες καί τά πά­θη, καί νά ἐν­δυ­θοῦ­με τόν και­νούρ­γιο ἄν­θρω­πο, μέ προ­σα­να­το­λι­σμό τόν σταυ­ρό καί τήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ.



Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Η φωτογραφία μου
Για την προστασία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού της οικογενείας της νεολαίας και του πολίτη.

Translate

Από το Blogger.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Ετικέτες

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΙΔ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΏΤΟΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΟΜΙΛΙΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΣΟΦΙΑ ΑΠOKPYΦIΣMOΣ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΜΥΡΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΑΪΔΩΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΑNTIAIPETIKO ΣEMINAPIO ΒΙΟΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΟΓΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟΙ ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΔΡΥΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΡΙΔΟΛΟΓΙΑ ΙΣΛΑΜ ΙΩΑΝΝΗ ΜΗΛΙΩΝΗ Κ. ΒΑΪΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΝΕΟΓNΩΣTIKIΣMOΣ ΝΕΟEIΔΩΛOΛATPEIA ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ Π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΑΤΕΡ ΙΩΣΗΦ ΒΙΓΛΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΚΟΠΙΑ ΠΙΣΤΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΜΙΛΙΩΝ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣΥΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ ΡΕΦΛΕΞΟΛΟΓΙΑ ΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΚΟΠΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΧΙΣΜΑ ΤΡΙΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΥΛΟ ΧΙΛΙΑΣΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΨΕΥΔΟ-ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ ΨΗΦΙΣΜΑ ΨEYΔOΠPOΦHTEΣ ΨEYTOMEΣΣIEΣ

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Προτεινόμενη ανάρτηση

Χριστός Ετέχθη

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ! Χρόνια πολλά και Χριστοφόρα! Είθε να ανιχνεύουμε τήν ευεργεσία της Γεννήσεώς Του, για να μπορούμε να ανεχόμαστε με υπομονετι...

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *