Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
Ὁ ἀληθινός Θεός, ἡ «σῴζουσα ἀλήθεια», δέν ἀνακαλύπτεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά αὐτοαποκαλύπτεται. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή δέν στοχεύει στήν ἱκανοποίηση τῆς περιέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά στή σωτηρία του. Γι’ αὐτό καί συντελεῖται ὅπως καί ὅποτε ὁ Θεός κρίνει.
α) Βαθμιαία ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ ΘεοῦἩ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πιστεύει στόν Ἕνα καί ἀληθινό Θεό, πού εἶναι κοινωνία προσώπων, δηλαδή στόν Τριαδικό Θεό.
Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἀποστάτη ἄνθρωπο ἀποτελεῖ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτεται κατά τρόπο πού θά ἦταν ἐντελῶς ἀπρόσιτος στήν ἀνθρώπινη φύση ἤ πού θά ξεπερνοῦσε τά ἀνθρώπινα δεδομένα, ὅπως διαμορφώθηκαν μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Θεία ἀποκάλυψη ἀκολούθησε μία πορεία προσαρμοσμένη στήν κατάσταση πού ὁ ἄνθρωπος ὁδήγησε τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό καί πραγματοποιήθηκε σταδιακά.
Κατ’ ἀρχήν ἦταν ἀπαραίτητο νά ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν πολυθεΐα, νά γνωρίσει ὅτι ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι ἕνας καί ὄχι πολλοί. Γι’ αὐτό καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στή σαφῆ γνώση τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Στήν Καινή Διαθήκη ἀποκαλύπτεται μέ σαφήνεια ὁ Υἱός, καί μετά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἔχουμε τήν ὁλοκλήρωση τῆς Θείας ἀποκάλυψης μέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάχθηκε ἀπό τή λατρεία τῶν πολλῶν Θεῶν, ὁδηγήθηκε μέ ἀσφάλεια στήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητά του, ὁδηγήθηκε «ἀπό δόξα σέ δόξα» (Β' Κορ. γ' 18), ὅπως συμβαίνει καί μέ τήν ὑλική τροφή ἤ καί μέ τό φῶς τοῦ ἡλίου· τό νά δεχθεῖ κανείς τροφή περισσότερη ἀπό τήν ἀντοχή τοῦ στομαχιοῦ του, εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο· ὅπως ἐπικίνδυνο εἶναι καί τό φῶς, πού ξεπερνᾶ τή δεκτικότητα τῶν ματιῶν του!
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐφανέρωσε τόν Πάτερα, ἐνῷ τόν Υἱόν ἀμυδρότερα. Ἡ Καινή Διαθήκη ἐφανέρωσε τόν Υἱό καί ἀφῆκε νά φανῆ ἐν μέρει ἡ θεότης τοῦ Πνεύματος. Τώρα κατοικεῖ ἐν μέσῳ ἡμῶν τό Πνεῦμα καί μᾶς ἀποκαλύπτεται σαφέστερον. Διότι δέν ἦτο ἀσφαλές, ἐνῷ ἀκόμη δέν ὡμολογήθη ἡ Θεότης τοῦ Πατρός, νά κηρύττεται φανερά ὁ Υἱός· οὔτε μόλις ἔγινε δεκτή ἡ Θεότης τοῦ Υἱοῦ, νά μᾶς φορτώνεται ἐπί πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιο».
Γι’ αὐτή τή βαθμιαία «ἀνάβαση», στήν ὁποία ὁ Θεός ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταφεύγει στόν «οἶκο τοῦ Θεοῦ», μιλάει σέ πολλά σημεῖα ἡ Ἁγία Γραφή.
«Μακάριοι οἱ κατοικοῦντες στόν οἶκο Σου,
θά σέ δοξολογήσουν στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος,
πού βρίσκεται κάτω ἀπό τήν προστασία Σου·
ἀποφάσισε μέ τήν καρδία του ἀναβάσεις,
ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος
στόν τόπο πού σκόπευε νά φθάσει·
γιατί ὁ νομοθέτης θά δώσει εὐλογίες,
θά πορευθοῦν μέ ὅλο καί νέες δυνάμεις,
θά τούς φανερωθεῖ ὁ Θεός τῶν Θεῶν στή Σιών».
(Ψαλμ. πγ' 5-8, κατά τούς Ο')
Ὁ Θεός λοιπόν ἀναζητάει τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀνυψώνει βαθμιαῖα, «ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος», μέχρι τή γνώση «τοῦ Θεοῦ τῶν Θεῶν»!
β) Μία οὐσία, τρεῖς ὑποστάσειςΓιά τόν Θεό γνωρίζουμε μόνο αὐτό πού Ἐκεῖνος μᾶς Ἀποκάλυψε, ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι μία γι’ αὐτό κάνουμε λόγο γιά μία Θεότητα. Ὁμολογοῦμε ἀκόμη τρεῖς ὑποστάσεις, πού μετέχουν τῆς μιᾶς θείας οὐσίας, πού εἶναι ἁπλή, ὄχι σύνθετη, ἐπειδή εἶναι ἀπό μόνη της τέλεια καί δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο, ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό της. Γι’ αὐτό καί μένει πάντοτε ἀδιαίρετη. Οἱ τρεῖς, λοιπόν, ὑποστάσεις ἤ πρόσωπα δέν διαιροῦνται, οὔτε συγχέονται μεταξύ τους.
Στήν Ὀρθόδοξη πίστη ἀνήκουν καί τά δύο: καί ἡ κοινή φύση τῶν τριῶν θείων προσώπων, καί ἡ διάκριση ἀνάμεσα σ’ αὐτά. Ὅποιος ἀρνεῖται τήν ἑνότητα τῆς φύσεως τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, πέφτει στήν πολυθεΐα, ἐνῷ ἐκεῖνος πού ἀρνεῖται τή διάκριση τῶν τριῶν προσώπων, πέφτει στόν Ἰουδαϊσμό.
Τίθεται τό ἐρώτημα: ταυτίζεται αὐτή ἡ πίστη μέ τή διδαχή τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Τό ὅτι τά τρία πρόσωπα μετέχουν τῆς μιᾶς Θείας φύσης, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν κοινή ὀνομασία «Πνεῦμα». Μιλώντας γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἀπόστολος λέγει: «ὁ δέ Κύριος τό Πνεῦμά ἐστιν» (Β' Κορ. γ' 17), ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέγει γιά τόν Πάτερα: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (Ἰω. δ' 24). Ἐπίσης καί ὁ Υἱός χαρακτηρίζεται Πνεῦμα· «Πνεῦμα προσώπου ἡμῶν», ἡ πνοή τοῦ προσώπου μας, «Χριστός Κυρίου», ὁ Χρισμένος ἀπό τόν Κύριο, «συνελήφθη ἐν ταῖς διαφθοραῖς αὐτῶν», συνελήφθη στίς καταστρεπτικές τους ἐνέδρες, ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή (Θρήν. Ἱερ. δ' 20).
Ἡ Ἁγία Γραφή ὑπογραμμίζει καί σέ ἄλλα σημεῖα τήν ἑνότητα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι «ἕνα» καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐρευνᾶ «τά βάθη τοῦ Θεοῦ»: «Ἐάν μέ εἴχατε γνωρίσει, θά εἴχατε γνωρίσει καί τόν Πατέρα μου. Ἀπό τώρα τόν γνωρίζετε καί τόν ἔχετε ἰδεῖ... ἐκεῖνος πού ἔχει ἰδεῖ ἐμέ, ἔχει ἰδεῖ τόν Πάτερα... δέν πιστεύεις (Φίλιππε), ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστί;» (Ἰω. ιδ' 7-11)· «ἐγώ καί ὁ Πατήρ εἴμεθα ἕνα» (Ἰω. ι΄ 30). «Τό Πνεῦμα ἐρευνᾶ τά πάντα, ἀκόμη καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ... τό τί εἶναι ὁ Θεός, κανείς δέν τό ξέρει παρά μόνον τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α' Κορ. β' 10-11).
Ἡ Ἁγία Γραφή ὑπογραμμίζει ταυτόχρονα καί τή διάκριση τῶν τριῶν θείων προσώπων. Ὁ Χριστός εἶπε «Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμέν» (Ἰω. ι΄ 30) καί πρόσθεσε: «Ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστι» (Ἰω. ιδ' 10).
γ) Μία πηγή, ὁ ΠατήρἩ κοινή θεία φύση ἔχει μία καί μοναδική ἀρχή: τόν Πάτερα· Αὐτός ἀπονέμει στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα τή δική Του φύση, δηλαδή τή μία φύση τῆς Θεότητος. Ἔτσι «σύμπαν τό εἶναι τοῦ Υἱοῦ», ὁλόκληρο τό εἶναι τοῦ Υἱοῦ, «τῆς τοῦ Πατρός οὐσίας ἴδιόν ἐστι», εἶναι ἴδιον τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός (Μ. Ἀθαν.), ὅπως ἡ ἀκτινοβολία πού προέρχεται ἀπό τό φῶς (Ἑβρ. α' 3) καί ὁ ποταμός πού προέρχεται ἀπό τήν πηγή· καί ἔτσι συμβαίνει «ὥστε αὐτός πού βλέπει τόν Υἱόν, νά βλέπει τήν ἰδιότητα τοῦ Πατρός καί νά ἐννοεῖ ὅτι εἶναι τοῦ Υἱοῦ· ὄντας ἀπό τόν Πατέρα ὑπάρχει λοιπόν εἰς τόν Πάτερα». Ἀκόμη ὑπάρχει καί ὁ Πατήρ εἰς τόν Υἱό, ὅπως καί εἰς τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ὁ ἥλιος στό ἀπαύγασμα καί ὁ νοῦς στόν λόγο, καί ὅπως ἡ πηγή στόν ποταμό».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὑπογραμμίζει τήν μία Ἀρχή ἀναφερόμενος στό «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. α' 1). Ἡ λέξη «ἀρχή», λέγει, ἀναφέρεται στόν Θεό, στήν μόνη πηγή τῆς θείας οὐσίας· ὁ Υἱός, προσθέτει, εἶναι «ἀπό τήν οὐσίαν τῆς μιᾶς Ἀρχῆς, ἰδική Της Σοφία, ἰδικός Της Λόγος, προερχόμενος ἀπό Αὐτήν». Εἰς τήν «ἀρχήν» ὑπῆρχε ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ὑπῆρχε εἰς τόν Θεόν (Ἰω. α' 1).
Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ἡ προαιώνιος Ἀρχή· καί ἐπειδή (ὁ Λόγος) προέρχεται ἀπό Αὐτήν, δι’ αὐτό «καί Θεός ἦτο ὁ Λόγος» (Ἰω. α' 1).
δ) Διάκριση ὡς πρός τόν τρόπο μετάδοσης τῆς μιᾶς ΟὐσίαςἩ φύση τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι μία καί μία εἶναι ἡ Ἀρχή, πού μεταδίδει τή θεία φύση, ὁ Πατήρ. Ὅμως ὁ τρόπος ὕπαρξης τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τή μία πηγή, δηλαδή ἀπό τόν Πάτερα, εἶναι διάφορος: ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Συνεπῶς ὁ Υἱός βρίσκεται μέ διαφορετικό τρόπο σέ σχέση μέ τόν Πατέρα (γέννηση) καί μέ διαφορετικό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο (ἐκπόρευση). Ὑπάρχει λοιπόν διαφορά στόν τρόπο σχέσεων μέ τήν κοινή πηγή (τόν Πατέρα) μεταξύ τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὅμως σέ τί συνίσταται ἡ διαφορά αὐτή (γέννηση, ἐκπόρευση), τοῦτο μένει γιά μᾶς ἄγνωστο.
Τό ὅτι ὁ Πατήρ γεννᾶ προαιώνια τόν Υἱό, ὑπογραμμίζεται στήν Ἁγία Γραφή: «Κύριος εἶπε πρός με· υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγένηκά σε» (Ψαλμ. β’ 7)· «Ἀπό τόν κόλπον μου, πρίν ἀπό τόν αὐγερινόν σέ ἐγέννησα» (Ψαλμ. ρθ' 3). Πρβλ. Παροιμ., η' 25. Πράξ. ιγ' 33. Ἑβρ. α' 5. ε' 5).
Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ἀλλά γιά τό αἰώνιο «σήμερα» τοῦ Θεοῦ, πού ἀνάγεται στό πρίν τῆς δημιουργίας, δηλαδή δέν προσδιορίζεται χρονικά (Ἰω. α' 1. Ἑβρ. ζ' 3)· προαιωνίως ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν «μονογενῆ Υἱόν» (Ἰω. α' 18. Α' Ἰω. δ' 9) ὡς φυσικό Του Υἱό, δηλαδή ὁμοούσιο πρός τόν Πατέρα (Ματθ. ιστ' 16-17) καί ἐκπορεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα (Ἰω. ιε' 26).
Ἡ ὀρθόδοξος διδασκαλία λοιπόν συνίσταται στή διάσωση τῆς τέλειας ἑνότητας (μία οὐσία) καί στή διάκριση τῶν ὑποστάσεων. Ἡ διάκριση αὐτή γίνεται μέ βάση τόν τρόπο τῆς προαιωνίου ὕπαρξης τοῦ Υἱοῦ (γέννηση) καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ἐκπόρευση) ἀπό τή μία καί μοναδική πηγή, τόν Πάτερα.
Ὁ Λόγος τοῦ Χριστοῦ, «ὁ Πατήρ μείζων μού ἐστι» (Ἰω. ιδ' 28), δέν σημαίνει ὑπεροχή οὐσίας, τιμῆς ἤ ἐξουσίας, ἀλλά ὑπογραμμίζει τήν ὑπεροχή ὡς πρός τήν αἰτία. Ὁ Υἱός ἔχει ἴση τιμή μέ τόν Πατέρα, ἀφοῦ βρίσκεται «ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. α' 3. Ψαλμ. ρθ' 1. Πρβλ. Πράξ. ζ' 55. Ρωμ. η' 34). Εἶναι φανερό πώς τό «ἐν δεξιᾷ» δέν σημαίνει χαμηλότερη θέση τιμῆς, ἀλλά ἰσότητα, ἰσοτιμία. Ἐξ ἄλλου πῶς θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ πώς ὑπάρχει διαφορά στή δύναμη ἤ στή σοφία μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἀφοῦ ὁ Υἱός εἶναι «Θεοῦ δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α' Κορ. α' 24) καί «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. α' 15), «ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ», δηλαδή ἀκτινοβολία τῆς δόξης καί σφραγίς τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ; (Ἑβρ. α' 3)· «τοῦτον γάρ ὁ Πατήρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός» (Ἰω. στ' 27), τόν ἐσφράγισεν ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατήρ καί ἀποτύπωσε τόν Ἑαυτό Του (πρβλ. Ἰω. ι' 30, ιζ' 10).
Ἡ διάκριση λοιπόν τῶν ὑποστάσεων δέν ἀναφέρεται στήν οὐσία, ἀλλά στόν τρόπο πού ὁ Πατήρ μεταδίδει τήν μία Οὐσία στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα.
ε) Ἀσύγχυτη περιχώρησηὍταν κάνουμε λόγο γιά τόν Τριαδικό Θεό, δέν ἐννοοῦμε τρεῖς Θεούς ἤ κάποιο «ὅμιλο Θεῶν», γιατί ἡ οὐσία καί τῶν τριῶν θείων προσώπων εἶναι μία. Οἱ τρεῖς ὑποστάσεις βρίσκονται πάντοτε σέ ἀλληλοπεριχώρηση καί ἀλληλοΰπαρξη, χωρίς καθόλου νά συγχέονται. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διατυπώνει: «ὁ Υἱός εἶναι μέσα εἰς τόν Πατέρα καί εἰς τό Πνεῦμα, καί τό Πνεῦμα εἶναι μέσα εἰς τόν Πάτερα καί εἰς τόν Υἱόν καί ὁ Πατήρ εἶναι μέσα εἰς τόν Υἱόν καί εἰς τό Πνεῦμα, χωρίς νά γίνεται καμμία συγχώνευσις ἤ ἀνάμειξις ἤ σύγχυσις».
Αὐτό ἀκριβῶς τό ἀσύγχυτο καί ἀσύνθετο ἐννοοῦμε μέ τίς τρεῖς προσωπικές ὑποστάσεις, «ἐνῷ μέ τό ὁμοούσιο καί τήν ἀλληλοΰπαρξη τῶν προσωπικῶν ὑποστάσεων καί τήν ταύτιση τοῦ θελήματος καί τῆς ἐνέργειας καί τῆς δύναμης καί τῆς ἐξουσίας καί τῆς κίνησης γνωρίζομε τό ἀδιαίρετο τῆς θείας φύσης καί τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ. Διότι πράγματι ὑπάρχει ἕνας Θεός, ὁ Θεός καί ὁ Λόγος καί τό Πνεῦμα Του».
Βέβαια ἡ κάθε μία ὑπόσταση ὑπάρχει αὐτοτελής, δηλαδή εἶναι τέλεια προσωπική ὑπόσταση καί ἔχει διαφορετική τήν προσωπική Της ἰδιότητα, δηλαδή τόν τρόπο τῆς ὕπαρξής Της· ὅμως εἶναι ἑνωμένες κατά τήν οὐσία καί καθ’ ὅλα τά γνωρίσματα τῆς κοινῆς θείας φύσης. Ἐπίσης εἶναι ἑνωμένες καί κατά τό ὅτι δέν χωρίζονται, οὔτε ἐξέρχονται ἀπό τήν προσωπική ὑπόσταση τοῦ Πατρός· ἔτσι τά τρία θεῖα πρόσωπα εἶναι καί λέγονται Ἕνας Θεός (πρβλ. Ματθ. κη' 19).
Ὁ Χριστός εἶπε· «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πάτερα» (Ἰω. ιδ' 9)· δέν εἶπε «ἐγώ εἶμαι ὁ Πατήρ», ἀλλά ξεχώρισε τά πρόσωπα: λέγοντας «αὐτός πού ἔχει ἰδεῖ ἐμέ», φανέρωσε τό ἰδικό Του πρόσωπο καί μέ τή φράση «ἔχει ἰδεῖ τόν Πάτερα», τό πρόσωπο τοῦ Πατρός, τό ὁποῖο διακρίνει ξεκάθαρα ἀπό τόν ἑαυτό Του μέ τή φράση· «ἐάν μέ εἴχατε γνωρίσει, θά εἴχατε γνωρίσει καί τόν Πάτερα»· «αὐτά λοιπόν δέν φανερώνουν σύγχυση, ἀλλά παρουσιάζουν τό ἀπαράλλακτο τῆς Θεότητος» (Μ. Βασ.). Ἡ πίστη λοιπόν στόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό δέν σημαίνει σύγχυση τῶν τριῶν Θείων προσώπων. Τό ὅτι ἡ πίστη αὐτή εἶναι ὑπέρ - λόγον, ξεπερνάει δηλαδή τίς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, αὐτός δέν εἶναι λόγος γιά νά ἀπορρίψει κανείς αὐτή τή σωτήρια ἀλήθεια. Γιατί γνωρίζουμε πώς μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐρευνᾶ «τά βάθη τοῦ Θεοῦ»· τό τί εἶναι ὁ Θεός κανείς δέν γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὅποιος δεχθεῖ τή Θεία ἀποκάλυψη, πού ὅμως ἀποτελεῖ «συγκατάβαση» τοῦ Θεοῦ καί ὄχι γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
στ) Ἑνότητα θέλησης καί ἐνέργειαςἩ κοινωνία καί ἡ ἑνότητα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος «νοοῦνται πραγματικῶς»· ὑπάρχει «ταυτότητα οὐσίας καί ἐνέργειας καί θελήματος καί δύναμης καί ἀγαθότητας..., διότι εἶναι μία οὐσία, μία ἀγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία, μία καί ἡ ἴδια, ὄχι τρεῖς ὅμοιες μεταξύ τους, ἀλλά μία καί ἡ ἴδια κίνηση τῶν τριῶν προσωπικῶν ὑποστάσεων» (Δαμασκ.).
Δέν ὑπάρχει ἄλλη θέληση στόν Πάτερα καί ἄλλη στόν Υἱό, ἄλλη ἐνέργεια στόν Πάτερα καί ἄλλη στόν Υἱό, ἀλλά μία θέληση καί μία ἐνέργεια. Αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Ὅταν θά ὑψώσετε τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου, τότε θά γνωρίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι καί ὅτι δέν κάνω τίποτε ἀπό τόν ἑαυτόν μου, ἀλλά καθώς ὁ Πατέρας μου μέ ἐδίδαξε, αὐτά λέγω. Καί ἐκεῖνος πού μέ ἔστειλε εἶναι μαζί μου. Δέν μέ ἄφησε ὁ Πατέρας μόνο, διότι ἐγώ κάνω πάντοτε ὅσα Τοῦ εἶναι ἀρεστά» (Ἰω. η' 28-29. Πρβλ. Ἰω. ιστ' 23-24. 26-28).
«Ἔχω πολλά ἀκόμη νά σᾶς πῶ, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τά βαστάσετε τώρα. Ἀλλ’ ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, θά σᾶς ὁδηγήσει σέ ὅλη τήν ἀλήθεια, διότι δέν θά μιλήσει ἀπό τόν ἑαυτό Του, ἀλλά θά πεῖ ὅσα ἀκούσει καί θά σᾶς ἀναγγείλει ἐκεῖνα πού μέλλουν νά συμβοῦν. Ἐκεῖνος ἐμέ θά δοξάσει, διότι θά πάρει ἀπό ὅ,τι εἶναι ἰδικό μου καί θά σᾶς τό ἀναγγείλει. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ μου εἶναι δικά μου» (Ἰω. ιστ' 12-15).
Ὅλα τά γεγονότα στή θεία οἰκονομία συντελοῦνται ἀπό τόν Πατέρα, διά τοῦ Υἱοῦ, «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Πράγματι ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, συντελεῖται ἀπό τόν Πατέρα (Πράξ. β' 32. Γαλ. α' 1), ἀλλά καί ἀπό τόν Υἱό (Ἰω. θ' 19. ι' 17). Ὁ Θεός «ἀνέστησε διά τοῦ Ἰδικοῦ Του Λόγου καί Υἱοῦ τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ Του» (Μ. Ἀθαν.). Ἐπίσης ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ δικαίωση συντελεῖται ἀπό τόν Πατέρα, διά τοῦ Υἱοῦ «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (Ἡσ. μγ' 25. Μάρκ. β' 5-10. Α' Κορ. στ' 11).
«Αὐτά πού εἶναι ἔργα τοῦ Πατρός, αὐτά λέγει ἡ Γραφή ὅτι εἶναι ἔργα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Μ. Ἀθαν.): «Ὅπως ὁ Πατέρας ἀνασταίνει νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ, ἔτσι καί ὁ Υἱός ἐκείνους πού θέλει ζωοποιεῖ» (Ἰω. ε' 21)· «τό Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού ζωοποιεῖ» (Ἰω. στ' 63. Πρβλ. Ἰω. ι΄ 27-28. Ρωμ. η' 10-11. Β' Κορ. γ' 6).
Τό ἴδιο παρατηροῦμε καί γιά τήν υἱοθεσία, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται διά τοῦ Υἱοῦ (Ἰω. α' 12. ιβ' 36) «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (Ρωμ. η' 15). Διά τῆς υἱοθεσίας ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ναός τοῦ Πατρός (Β' Κορ. στ' 16. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 17) καί τοῦ Υἱοῦ (Πρβλ. Α' Κορ. στ' 15. Ἰβ' 27. Ἐφεσ. ε' 30. β' 21) καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α' Κορ. στ' 19. γ' 16-17)· «ἄν κανείς εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτός εἶναι ναός τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πατρός· διότι ὅπου κατοίκει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ Θεός» (Μ. Ἀθαν.).
Ἀκόμη τά διάφορα χαρίσματα ἔχουν Τριαδική προέλευση: «Ὑπάρχουν βέβαια ποικιλίαι χαρισμάτων, ἀλλά τό Πνεῦμα εἶναι τό ἴδιο, ὑπάρχουν καί ποικιλίαι ὑπηρεσιῶν, ἀλλ’ ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἴδιος, καί διάφορα εἴδη ἐνεργειῶν, ἀλλ’ ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος, πού ἐνεργεῖ ὅλα εἰς ὅλους» (Α' Κορ. ιβ' 4-6. Πρβλ. ιβ' 28. Πράξ. κ' 28. Ματθ. κβ' 10. Ἰω. ιδ' 26). «Ὅταν διαιρεῖ ὁ Θεός τά ἐνεργήματα καί ὁ Κύριος τάς διακονίας, συμπαρίσταται καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ρυθμίζει τή διανομή τῶν χαρισμάτων αὐτεξουσίως, ἀναλόγως πρός τήν ἄξια τοῦ καθενός» (Μ. Βασ.). Μία λοιπόν εἶναι ἡ χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Λουκ. α' 35. Β' Κορ. ιγ' 13. Ἐφεσ. δ' 4-7, 11. Β' Θεσ. β' 1·6-17).
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὀνομάζεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ (Γαλ. δ' 6. Φιλ. α' 19. Α' Πετρ. α' 11), γιατί δέν ὑπάρχει ἐκτός τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέ τό νά ὑπάρχει «ἐν τῷ Υἱῷ», ὑπάρχει εἰς τόν Θεόν, ὥστε τά χαρίσματα νά δίδωνται διά τῆς Ἁγίας Τριάδος: «οὐ γάρ ἐκτός ἐστι τοῦ Λόγου τό Πνεῦμα, ἀλλά, ἐν τῷ Λόγῳ ὄν, ἐν τῷ Θεῷ δι’ αὐτοῦ ἐστιν ὥστε τά χαρίσματα ἐν τῇ Τριάδι δίδοσθαι» (Μ. Ἀθανάσιος).
Δέν ὑπάρχει λοιπόν διάκριση στή θέληση καί στήν ἐνέργεια τῶν τριῶν Θείων προσώπων ὑπάρχει ἑνότητα.
ζ) Οἱ δογματικοί ὅροι τῆς ἘκκλησίαςΤά δογματικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζονται «ὅροι», γιατί ὁριοθετοῦν τήν πίστη. Ἡ διατύπωσή τους εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φροντίδας τῆς Ἐκκλησίας νά περιφρουρήσει τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, πού ἀπειλεῖται ἀπό τήν αἵρεση.
Ὁ ἅγιος Ἱλάριος λέγει χαρακτηριστικά: «Γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς θά ἔπρεπε νά ἀρκεῖ τό νά ἐκπληρώνουμε μέ μόνη τήν πίστη ὅ,τι ὁρίζεται, νά λατρεύουμε δηλαδή τόν Πάτερα, νά τιμῶμεν μαζί Του τόν Υἱό καί νά εἴμεθα πλήρεις ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ὅμως ὑπάρχει καί ἡ «κακότης τῶν αἱρετικῶν καί βλασφήμων» καί ἔτσι «εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά ταιριάζουμε τόν ταπεινό μας λόγο στό πιό ἀνέκφραστο μυστήριο»· «νά ἀνεβαίνουμε κορυφές ἄφθαστες, νά μιλᾶμε γιά ἄρρητα πράγματα... νά ἐκθέτουμε στήν τύχη μέ ἀνθρώπινη γλῶσσα τά μυστήρια, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά τά περικλείουμε μέσα στή θρησκεία τῆς ψυχῆς μας».
Ἡ διατύπωση τοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας δέν σημαίνει διακήρυξη νέας διδασκαλίας, ἄγνωστης μέχρι τότε, ἀλλά περιφρούρηση τοῦ περιεχόμενου τῆς πίστης καί διαφύλαξη τῆς «παρακαταθήκης», πού παραδόθηκε «ἅπαξ» στούς «ἁγίους» (Ἰούδα 3) μέχρι τή δεύτερα παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἡ διαφύλαξη αὐτή εἶναι πρωταρχικό καθῆκον τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα ὅταν τό κήρυγμα τῶν «ὑγιαινόντων λόγων» ἀπειλεῖται ἀπό «βεβήλους ματαιολογίας καί ἀντιλογίας» τῶν αἱρετικῶν, πού ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια (Α' Τιμ. στ' 20. Β' Τιμ. α' 12- 14. Β' Πέτρ. γ' 15-16).
Πρέπει νά προσθέσουμε ἀκόμη ὅτι τό ἔργο αὐτό δέν γίνεται μέ βάση τήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη, ἀλλά «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», τό ὁποῖο «ἐνοικεῖ» στήν Ἐκκλησία (Β' Τιμ. α' 14. Α' Τιμ. γ' 15). Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποτελοῦν ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη, ἀλλά ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ. Γι’ αὐτό ὑπερβαίνουν τίς διανοητικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν δέν συνέβαινε αὐτό, ἡ πίστη δέν θά εἶχε καμμία ἀξία:
«Πῶς ὅμως θά εἴμεθα ἀκόμη ἄξιοι τῶν μακαρισμῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται εἰς αὐτούς πού πιστεύουν εἰς τά ἀόρατα, ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι πειθόμεθα μόνον εἰς αὐτά πού εἶναι εἰς τόν νοῦν σαφῆ; Διατί παρεφρόνησαν οἱ ἐθνικοί καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος καρδία των; (Ρωμ. α' 21)· δέν ὀφείλεται τοῦτο εἰς τό ὅτι ἀκολουθοῦν αὐτά πού εἰς τόν νοῦν των φαίνονται ὀρθά καί ἀπειθοῦν εἰς τό κήρυγμα τοῦ Πνεύματος; Ποιούς θρηνεῖ ὁ Ἡσαΐας ὡς χαμένους; “Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς πού νομίζουν ὅτι εἶναι σοφοί καί κατά τή γνώμη των ἐπιστήμονες” (Ἡσ. ε' 21)· αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς ἀνθρώπους δέν θρηνεῖ;» (Μ. Βασίλειος).
Οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ὁριοθετοῦν ἐκεῖνα πού φαίνονται σωστά στήν ἀνθρώπινη διάνοια, ἀλλά ἐκεῖνα πού τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκάλυψε στήν Ἐκκλησία· τά δόγματα τῆς σωτηρίας μας.
η) «Ἐκπόρευση» καί «πέμψη» τοῦ Ἁγίου ΠνεύματοςἈναφέραμε ἤδη πώς μοναδική πηγή, ἀπό τήν ὁποία γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, εἶναι ὁ Πατήρ. Ἡ ἀλήθεια ὅμως αὐτή δέν διαφυλάσσεται μέ ὀρθόδοξο τρόπο, ὅταν προσθέσουμε στό σύμβολο τῆς πίστης μας τόν ὅρο Filioque, ὅτι δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἄποψη αὐτή δέν διασῴζει ἀπόλυτα τήν ἑνότητα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ κίνδυνο νά εἰσαχθεῖ διαρχία, δηλαδή δύο ἀρχές (Πατήρ-Υἱός) ἤ καί διάκριση στήν οὐσία, ὄχι στόν τρόπο μετάδοσης τῆς μιᾶς καί κοινῆς θείας Οὐσίας, ὅποτε ὁδηγούμεθα ὄχι στή μονοθεΐα ἀλλά στήν διθεΐα!
Ἀκριβῶς αὐτό τόν κίνδυνο ἀποφεύγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διακηρύττει τή διάκριση μεταξύ τῶν τριῶν προσώπων μέ βάση τόν τρόπο μετάδοσης τῆς μιᾶς θείας οὐσίας ἀπό τόν Πάτερα ὡς μοναδική ἀρχή καί πηγή. Ἔτσι διασῴζεται στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἡ διάκριση τῶν τριῶν ὑποστάσεων καί ἡ ἑνότητα τῆς μιᾶς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στή μοναρχία τοῦ Πατρός, σχετικά μέ τήν προαιώνιο μετάδοση τῆς θείας οὐσίας στόν Υἱό (προαιώνιος γέννηση) καί στό Ἅγιο Πνεῦμα (προαιώνιος ἐκπόρευση), δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν «πέμψιν» τοῦ Παρακλήτου μέσα στό χρόνοι ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ, γιά τό φωτισμό καί τή σωτηρία τοῦ κόσμου· ὁ Θεός Πατήρ ἐκπορεύει προαιωνίως τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μεταδίδοντάς Του τή θεία φύση καί «πέμπει» Αὐτό στόν κόσμο διά τοῦ Υἱοῦ, ἤ «στό ὄνομα τοῦ Υἱοῦ» (Ἰω. ιε' 26, ιδ' 26) ἐν χρόνῳ.
Γι’ αὐτό καί οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί ἀναφωνοῦμε στόν ὕμνο τῆς Πεντηκοστῆς:
«Τό Πανάγιον Πνεῦμα,
τό προϊόν ἐκ τοῦ Πατρός καί δι’ Υἱοῦ ἐνδημῆσαν
τοῖς ἀγραμμάτοις μαθηταῖς·
τούς σέ Θεόν ἐπιγνόντας
σῶσον, ἁγίασον πάντας»,
ὦ Πανάγιο Πνεῦμα,
ποῦ προῆλθες ἐκ τοῦ Πατρός
καί ἐπεφοίτησες διά τοῦ Υἱοῦ στούς ἀγραμμάτους
μαθητές,
Ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη πίστη στήν Ἁγία Τριάδα ὁμολογεῖται μέ τόν ὑπέροχο ὕμνο τῆς Πεντηκοστῆς:
«Δεῦτε λαοί,
τήν τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν,
Υἱόν ἐν τῷ Πατρί, σύν Ἁγίω Πνεύματι.
Πατήρ γάρ ἀχρόνως ἐγέννησεν Υἱόν,
συναΐδιον καί σύνθρονον,
καί Πνεῦμα Ἅγιον ἦν ἐν τῷ Πατρί,
σύν Υἱῷ δοξαζόμενον·
μία δύναμις, μία οὐσία, μία Θεότης,
ἥν προσκυνοῦντες πάντες λέγομεν
Ἅγιος ὁ Θεός,
ὁ τά πάντα δημιουργησας δι’ Υἱοῦ,
συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἅγιος ἰσχυρός,
δι ’ οὗ τόν Πάτερα ἐγνώκαμεν,
καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ.
Ἅγιος ἀθάνατος,
τό Παράκλητον Πνεῦμα,
τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον,
καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον
Τριάς Ἁγία δόξα σοι».
Δέν ὑπάρχει λοιπόν διαφορά μεταξύ της ὀρθόδοξης πίστης καί τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, μεταξύ δοξολογίας καί ζωῆς. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «τό προϊόν ἐκ τοῦ Πατρός καί δι’ Υἱοῦ ἐνδημῆσαν», τό ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ Πατρός καί ἀποστελλόμενο διά τοῦ Υἱοῦ (Ἰω. ιδ' 26, ιε' 26)· «καί Πνεῦμα Ἅγιον ἦν ἐν τῷ Πατρί, σύν Υἱῷ δοξαζόμενον»· καί Πνεῦμα Ἅγιον ἦτο ἐν τῷ Πατρί, δοξαζόμενο μαζί μέ τόν Υἱό, ὥστε καί τά τρία πρόσωπα νά ἀποτελοῦν «μία δύναμη, μία οὐσία, μία Θεότητα».
«Ὅλαι αἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ εἰς τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ πραγματοποιοῦνται· καί δι’ αὐτοῦ λέγομεν τό ἀμήν εἰς τόν Θεόν πρός δόξαν Του. Ἐκεῖνος δέ πού μᾶς στερεώνει μαζί μ’ ἐσᾶς εἰς τόν Χριστόν καί μᾶς ἔχρισε, εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος καί μᾶς ἐσφράγισε καί ἔδωκε στίς καρδίες μας τό Πνεῦμα σάν ἀρραβῶνα» (Β' Κορ. α' 20- 22).
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν προαιώνια ὕπαρξη, ὁ Πατήρ μεταδίδει τή Θεία Του φύση στό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ τήν «ἐκπόρευση». Ὅμως σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή Θεία ἐνέργεια γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, τά πάντα συντελοῦνται «ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Γι’ αὐτό καί πιστεύουμε πώς τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν χρόνῳ» «πέμπεται» διά τοῦ Υἱοῦ, ἐνῷ τή Θεία οὐσία λαμβάνει ἀπό μόνο τόν Πάτερα («Ἐκ τοῦ πατρός ἐκπορευόμενον»).
θ) Ἡ ἀγάπη ὡς φανέρωση τῆς ζωῆς τοῦ ΘεοῦΤό Τριαδικό δόγμα δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο θεωρητικῆς ἐνασχόλησης, ἀλλά πηγή ζωῆς. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη (Α' Ἰω. δ' 8, 16) καί ἑπομένως ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ φανέρωση τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ Θεός ἦταν μονάς, δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἀγάπη· θά ἦταν ὄν πού ζεῖ σέ πλήρη μοναξιά· ἡ ἀγάπη δέν θά ἦταν ἔκφραση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν πάλι ὁ Θεός ἦταν «δυάς», π.χ. Πατήρ καί Υἱός, καί τότε δέν θά εἴχαμε τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη στήν πληρότητά τους. Θά εἴχαμε ἕνα εἶδος ἀντίθεσης: Πατήρ-Υἱός. Ὅμως ἡ ἀντίθεση αὐτή ὑπερνικᾶται αἰωνίως στό πρόσωπό του Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὑπογραμμίζει τήν ὀρθόδοξο διδαχή: «Ἐμεῖς ὅμως τιμῶμεν τή μοναρχία· καί μάλιστα τή μοναρχία, ἡ ὁποία δέν περιορίζεται εἰς ἕνα πρόσωπο· διότι συμβαίνει καί τό ἕνα νά ἐπαναστατεῖ κατά τοῦ ἑαυτοῦ του καί νά γίνεται πολλά· ἀλλά μοναρχία, τήν ὁποία πραγματοποιεῖ ἡ ἰσοτιμία τῆς φύσης, ἡ σύμπνοια τῆς γνώμης, ἡ ταυτότητα τῆς κίνησης καί ἡ συμφωνία μέ τό ἕνα πρόσωπο, πρᾶγμα πού δέν ἐπιτυγχάνεται στήν κτίστη φύση. Ὥστε καί ἄν ἀκόμη ὑπάρχει διαφορά στόν ἀριθμό, ὅμως ἡ οὐσία δέν τεμαχίζεται».
Μέ αὐτή τήν ἔννοια ἡ Τριάδα δέν ἀναφέρεται στούς ἀριθμούς τῆς ἀριθμητικῆς, ἀλλά στήν ὑπέρβαση τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς διαίρεσης, στό πλήρωμα τῆς ἑνότητας, τῆς ἁρμονίας καί τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μητροπολίτης Ἀχρίδος Νικόλαος μιλώντας γιά τήν Τριαδική ἀγάπη ὑπογραμμίζει: «Τό χαρακτηριστικό τῆς ἀγάπης εἶναι τό ὅτι τό πρόσωπο τό ὁποῖο ἀγαπᾶ θέλει νά ἐξαφανισθεῖ μέσα στό ἀγαπημένο πρόσωπο. Τόσο φανερά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός πρός τόν Υἱό καί τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πάτερα! Ὅμοια εἶναι ἐπίσης καί ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν Πάτερα καί τόν Υἱόν. Μέ αὐτή τήν ἀγάπη», δηλαδή μέ τήν ἀγάπη πού δέν κρατεῖ τίποτε γιά τόν ἑαυτό της, «ἑρμηνεύονται καί οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι “ὁ Πατήρ μου εἶναι μεγαλύτερος ἀπό ἐμέ” (Ἰω. ιδ' 28)· ὅμως μέ αὐτή τήν ἀγάπη ἡ Ἁγία Τριάς δέν συγχέεται, οὔτε διαιρεῖται. Εἶναι καί παραμένει μία καί συνάμα τριαδική φλόγα τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης».
«Εἰς αὐτή τή θαυμαστή φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀνάπτουμε καί μεῖς τίς δικές μας μικρές λαμπάδες τῆς ἐπιγείου ἀγάπης, οἱ ὁποῖες σβήνουν εὔκολα. Ἡ ἀγάπη πού συγκεντρώνεται σέ ἕνα πρόσωπο, δηλαδή στόν ἑαυτό μας, δέν εἶναι ἀγάπη, ἀλλά φιλαυτία καί ἐγωισμός. Ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν δύο ψυχραίνεται γρήγορα καί μεταβάλλεται σέ λύπη. Γι’ αὐτό καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο κατάρα. Τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν τριῶν. Ἔτσι εἶναι ἐπί τῆς γῆς, γιατί ἔτσι εἶναι καί στόν οὐρανό».
Ὅταν πρόκειται γιά «μονάδα» δέν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά ἀγάπη, γιατί μία τέτοια «ἀγάπη» θά ἐπέστρεφε στόν ἑαυτό τοῦ «ἑνός» καί θά ἦταν μόνο ἐγωιστική στάση καί καθόλου ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τῶν δύο δέν εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό «ἀντίθεση». Στό τρίτο πρόσωπο ξεπερνιέται κάθε ἀντίθεση καί βιώνεται ἡ τέλεια ἀγάπη. Γι’ αὐτό καί ἡ Τριαδική ἀγάπη εἶναι τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης· γι’ αὐτό καί αὐτή ἡ ἀγάπη ἀποτέλει φανέρωση τῆς ζωῆς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
ι) Ὁ Τριαδικός Θεός, ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπουὉ ἄνθρωπος εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ καί ἑπομένως ἡ ζωή του, γιά νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἀληθινή του φύση, πρέπει νά εἶναι μικρογραφία τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, καί ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά γίνει «Τριαδικός», ζώντας «Τριαδικά», δηλαδή τή ζωή τῆς πλήρους ἑνότητας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγάπης. Σέ μιά τέτοια ζωή καλεῖ τόν ἄνθρωπο ὁ Τριαδικός Θεός, πού εἶναι τό ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωή τῆς ἀγάπης δέν ἀνταποκρίνεται μόνο στήν ἀληθινή φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο καί στήν ἀληθινή Θεογνωσία.
«Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ, δέν ἐγνώρισε τόν Θεό, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Μέ τοῦτο ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς: ὅτι τόν Υἱόν Του τόν μονογενῆ ἔστειλε ὁ Θεός εἰς τόν κόσμο, διά νά ζήσωμε δι’ αὐτοῦ. Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ ἀγάπη, ὄχι εἰς τό ὅτι ἐμεῖς ἀγαπήσαμε τόν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτός μᾶς ἀγάπησε καί ἔστειλε τόν Υἱόν Του ὡς ἱλασμόν διά τάς ἁμαρτίας μας... Μέ τοῦτο ξέρομεν ὅτι μένομεν ἐν αὐτῷ καί αὐτός ἐν ἡμῖν, διότι μᾶς ἔδωκε ἀπό τό Πνεῦμα Του» (Α' Ἰω. δ' 8-13).
Ἡ μεγάλη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου, τό νόημα τῆς ζωῆς του, εἶναι ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης, πού δέν περιλαμβάνει μόνο τούς συνανθρώπους, ἀλλά ἀποτελεῖ ἑνότητα καί ἁρμονία μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ ζωή! Αὐτή ἡ Θεοκοινωνία (Β' Πετρ. α' 4), κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος «μένει ἐν τῷ Θεῷ καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α' Ἰω. δ' 16. Πρβλ. Ἰω. Ἰζ' 20-26) ἐξασφαλίζεται μέ τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (Α' Ἰω. δ' 13), μέ τό χρῖσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α' Ἰω. β' 20-27), πού εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. Θ' 4).
Ἐάν ὁ Υἱός, πού ἐστάλη ἀπό τόν Πατέρα, «διά νά ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ» ἤ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦσαν κτίσματα, τότε δέν θά μπορούσαμε δι’ αὐτῶν νά ἔχουμε καμμία κοινωνία μέ τόν Θεό· «θά ἠνωνόμεθα ἁπλῶς μέ κάποιο κτίσμα καί θά εἴμεθα ἀποξενωμένοι ἀπό τή θεία φύση, ἀφοῦ τίποτα δέν θά μᾶς ἤνωνε μέ αὐτήν. Τώρα δέ, πού λεγόμεθα μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι τοῦ Θεοῦ, φαίνεται ὅτι τό ἐν ἡμῖν χρῖσμα καί ἡ σφραγίς δέν εἶναι ἐκ τῆς φύσεως τῶν δημιουργημάτων, ἀλλά ἐκ τῆς φύσεως τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος συνάπτει ἡμᾶς μέ τόν Πατέρα διά τοῦ ἐν αὐτῷ Ἁγίου Πνεύματος» (Μ. Ἀθαν. Προβλ. Ἑβρ. γ' 14. Ρωμ. η' 14-17. Β' Πετρ. α' 4).
Ἡ πίστη στόν Τριαδικό Θεό ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο πραγματική ἐλπίδα. Ἄν ὁ ἄνθρωπος γνωρίσει ποιό εἶναι τό ἀρχέτυπό του, πῶς εἶναι δηλαδή εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε θά πιστέψει πώς εἶναι δυνατόν νά ζήσει καί αὐτός τή ζωή τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀγάπης. Τότε ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει νά βρεῖ τή σωτηρία.
Τοῦτο δέν εἶναι δύσκολο νά τό ἐννοήσουμε, ὅταν σκεφθοῦμε πώς ὁ ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα σήμερα, ζεῖ ἐσωτερικά διεσπασμένος καί ἐξωτερικά ἀπομονωμένος. Αἰσθάνεται πώς ἀποτελεῖται ἀπό πολλαπλά στοιχεῖα· ἔχει σῶμα, πνεῦμα, βούληση, συναίσθημα κ.ἄ. Ἕνας ἄνθρωπος διῃρημένος ἐσωτερικά δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι εἶναι λυτρωμένος· τό ἴδιο καί ὅταν αἰσθάνεται ὅτι ζεῖ σέ πλήρη ἀποξένωση καί μοναξιά· ἕνας ἄνθρωπος πού δέν διαθέτει τή δύναμη νά ἀγαπήσει, δέν μπορεῖ νά βρεῖ τήν ἐσωτερική του ἰσορροπία.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά γνωρίσει πώς δέν ἀνήκει στή φύση του ἡ ἐσωτερική διάσπαση καί ἡ ἐξωτερική ἀποξένωση, ἀλλά ἡ ἁρμονία καί οἱ διαπροσωπικές σχέσεις· γι’ αὐτό πρέπει νά γνωρίσει τόν Τριαδικό Θεό καί νά πιστέψει πώς δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» Του! Νά βεβαιωθεῖ πώς ὁ Θεός ζεῖ στήν πληρότητα τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη καί νά πιστέψει πώς σ’ αὐτό τό σημεῖο βρίσκεται καί ὁ δικός του τελικός προορισμός, τό νόημα τῆς δίκης τοῦ ζωῆς (Β' Κορ. ε' 17-21. Α' Ἰω. γ' 2-3).
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τόν Τριαδικό Θεό καί ἀνακαλύψει τήν προσωπική του ταυτότητα στήν εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τότε μόνο μπορεῖ νά βεβαιωθεῖ πώς καί ὁ ἴδιος, ἀπό τή φύση του, εἶναι δυνατόν νά φθάσει στήν πληρότητα τῆς ἁρμονίας, τῆς ἀγάπης, τῆς κοινωνίας· τότε ἀποκτᾶ νόημα ὄχι μόνο ἡ ζωή του, ἀλλά καί ὁ ἀγῶνας του. Ἰδού γιατί εἴπαμε πώς ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα, εἶναι ἡ μόνή ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου.
Μακριά ἀπό τήν πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δέν μποροῦμε νά θέσουμε ὡς νόημα τῆς ὕπαρξής μας τήν κοινωνία καί τή βίωση τῆς ἀγάπης· ἀναγκαστικά θά πέσουμε σέ σκοπούς ὑλοκρατικούς καί ὑλιστικούς ἤ θά κινηθοῦμε σέ ἐπίπεδα πανθεϊστικῆς τάξης. Σέ τέτοιους δρόμους ὁδηγοῦν ἐπί παραδείγματι ὅλες οἱ ἰνδουιστικῆς προέλευσης ὁμάδες, πού κηρύττουν πώς ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπικός καί πώς ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», ἀλλά εἶναι μέρος τῆς θείας οὐσίας. Κάτω ἀπό αὐτό τό πρῖσμα, τό νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι πλέον ἡ ἀνάπτυξη σχέσεων κοινωνίας καί ἀγάπης, ἀλλά ἀντίθετα ἡ ἀποδέσμευση ἀπό ὁποιεσδήποτε «προσκολλήσεις» καί ἡ διάλυση τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου στή λεγόμενη «παγκόσμια συνειδητότητα».
Αὐτό ἀποδεικνύει πόσο ἐπιπόλαιο θά ἦταν νά θελήσουμε νά συμβιβάσουμε τή χριστιανική μας ὑπόσταση μέ ὁποιαδήποτε συμμετοχή σέ τεχνικές τῆς γιόγκα,
τοῦ διαλογισμοῦ καί σέ παρόμοιες «πρακτικές», πού βασίζονται σέ ἐξωχριστιανικές θεολογικές καί ἀνθρωπολογικές προϋποθέσεις.
Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποβλέπουν στόν ἴδιο σκοπό ἤ ὅτι μέ τίς «τεχνικές» αὐτές μπορεῖ κανείς νά γίνει καλύτερος χριστιανός, ἄν δέν ὀφείλεται σέ ἄγνοια τῶν βασικῶν χριστιανικῶν θέσεων ἤ σέ ἀποκρυφιστική ἑρμηνεία τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, ἀποτελεῖ σκόπιμη διατρέβλωση τῆς χριστιανικῆς πίστης καί ἐλπίδας, ἐπικίνδυνη ἀλλοίωση τῆς ἔννοιας τοῦ χριστιανικοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ἐπιβουλή τῆς σωτηρίας τοῦ ὀρθόδοξου πιστοῦ.
Κλείνοντας τό κεφάλαιο αὐτό γιά τήν Τριαδική Ἀλήθεια συνοψίζουμε πώς ἡ θεία ἀποκάλυψη, δηλαδή ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, πραγματοποιήθηκε βαθμιαία, προσαρμοζόμενη στήν πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης.
Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή ὁλοκληρώθηκε μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἀναφέρεται στόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό. Ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκάλυψε τά πάντα γιά τόν Ἑαυτό Του, ἀλλά ὅσα ἦσαν ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία μας. Οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποδίδουν αὐτό πού στήν οὐσία Του εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά «ὁριοθετοῦν» τήν πίστη καί περιφρουροῦν τό περιεχόμενό της ἔναντι τῆς αἱρετικῆς ἀπειλῆς.
Πιστεύουμε σέ Ἕνα Θεό, πού εἶναι Τριαδικός, δηλαδή κοινωνία προσώπων. Ὑπάρχει μόνο μία Θεία οὐσία, γι’ αὐτό κάνουμε λόγο γιά ἕνα Θεό. Ὅμως αὐτῆς τῆς Θείας οὐσίας μετέχουν ὄχι μόνο ὁ Πατήρ, ἀλλά καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἕνας Θεός εἶναι ταυτόχρονα καί Τριαδικός. Ὁ Πατήρ, ὡς μοναδική Ἀρχή καί Πηγή, μεταδίδει τή Θεία ὕπαρξη στόν Υἱό μέ προαιώνια γέννηση καί στό Ἅγιο Πνεῦμα μέ προαιώνια ἐκπόρευση.
Ἀλλά μέσα στό χρόνο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, τά πάντα συντελοῦνται «Τριαδικά», ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Γι' αὐτό καί ἀναφέρεται ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «πέμπεται» διά τοῦ Υἱοῦ. Καί τά τρία Θεῖα πρόσωπα ἔχουν μία θέληση καί μία ἐνέργεια, εἶναι μεταξύ τους ἑνωμένα ἀδιαιρέτως.
Ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας σάν ἀρχέτυπό του τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι ἀπό τή φύση τοῦ («κατ’ εἰκόνα») ἑνότητα, ἁρμονία, ἀγάπη. Ἄν ὅμως ἀπορρίψουμε τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα, ἐκλάβουμε τόν Υἱό ἤ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς κτίσμα, ἐάν εἰσαγάγουμε «σύγχυση» στίς σχέσεις τῶν θείων προσώπων, τότε καί ὁ ἄνθρωπος ὡς τό «κατ’ εἰκόνα» αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή φύση του δέ θά εἶναι ἑνότητα καί ἀγάπη, ἀλλά διάσπαση, δυσαρμονία ἤ σύγχυση. Γι’ αὐτό λέμε πώς ἡ πίστη στόν Τριαδικό Θεό εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου.