Θέματα Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό τό βιβλίο «Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ», τοῦ ἀειμνήστου π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου συγχρόνου ὁμολογητοῦ, ἱδρυτοῦ τῆς ἀντιαιρετικῆς ἄμυνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού ἀποτελεῖ ὁλοκληρωμένη δογματική ἀντιαιρετική ἀσπίδα.
Ἡ γνώση τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατάρτιση τῶν στελεχῶν τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἔργου καί γιά τήν σίγουρη καί ἔγκυρη βοήθεια στά θύματα καί τούς συγγενεῖς τους.
1. Η ΑΛΗΘΕΙΑ Β’
ε) Προϋποθέσεις τῆς Θεογνωσίας
Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινης προσπάθειας, ἀλλά δῶρο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Δέν «βρίσκει» ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν μένει «παθητικός δέκτης» τῆς Θείας χάρης· ἡ θεογνωσία περνάει μέσα ἀπό τήν ἐλεύθερη προαίρεσή του· δέν ἀποτελεῖ βιασμό τῆς ἀνθρώπινης προαίρεσης. Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη νά ἀποδείξουμε ἔμπρακτα τήν ἐπιλογή μας καί ἄς δοῦμε μέ ποιούς τρόπους μπορεῖ αὐτό νά γίνει.
1. Ἀγαθή διάθεση
Ἡ θεογνωσία ἀπαιτεῖ καθαρότητα καρδιᾶς καί ἁγνότητα διάθεσης. Ὁ πονηρός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φθάσει στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ, ὁσοδήποτε κι ἄν ἐρευνήσει, κι ἄν ἀκόμη ἀποστηθίσει ὁλόκληρη τήν ἁγία Γραφή.
Τό πονηρό πνεῦμα ἔφερε τόν Χριστό στό ἄκρον τῆς στέγης τοῦ Ναοῦ καί τοῦ εἶπε: «Ἐάν εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ, πέσε κάτω, γιατί εἶναι γραμμένο ὅτι θά διατάξει τούς ἀγγέλους νά σέ προσέχουν καί νά σέ σηκώσουν στά χέρια, γιά νά μή σκοντάψει σέ πέτρα τό πόδι σου» (Ματθ. δ'6.Ψαλμ.90,11).
Ἐδῶ ἡ πρόθεση τοῦ Σατανᾶ δέν ἦταν ἁγνή· δέν ζητοῦσε τήν προσωπική ἕνωση μέ τόν Χριστό, τήν πραγματική Θεογνωσία, ἀλλά προσπάθησε νά παρασύρει τόν Κύριο σέ ἐνέργεια πονηρή· δέν ἦταν πράξη ἐμπιστοσύνης, ἀγάπης καί ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Πατρός· δέν ἀναφερόταν στό θεῖο σχέδιο, ἀλλά ἦταν ἔκφραση ὑποταγῆς στό σχέδιο τοῦ ὄφεως. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ Κύριος ἅπαντα: «Πάλι εἶναι γραμμένο· δέν πρέπει νά πειράξεις Κύριον τόν Θεόν σου» (Ματθ.δ'7. Λουκ.δ'12.Δευτερ.στ'16.Πρβλ.Α'Κορ.ι'9.Ἀριθ.κα'5-6).
Ὅποιος δέν ξεκινάει ἀπό ἁγνή διάθεση, ποτέ δέν θά φθάσει στή Θεότητα τοῦ Κυρίου δέν θά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ Αὐτόν, ὁσοδήποτε κι ἄν ἐρευνήσει, ὁσοδήποτε κι ἄν μελετήσει τήν ἁγία Γραφή.
«Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ζῶντα·
πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;
ἐδίψησε ἡ ψυχή μου γιά τόν ζωντανό Θεό, πότε θά ἔλθω καί θά δῶ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μου; (Ψαλμ.μβ'3).
Ἐκεῖνος πού θά διψάσει γιά τόν Θεό θά τρέξει σάν τό ἐλάφι στήν πηγή (Ψάλμ.μα' μβ')1-3), δηλαδή στόν Χριστό (Ἰω.δ'10). Ἀντίθετα, ὅποιος προσπαθήσει νά σβήσει τή δίψα μόνος, δέν θά τό πετύχει ποτέ: «ἐγώ τῷ διψώντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν», δηλαδή σέ κεῖνον πού διψᾶ ἐγώ θά δώσω δωρεάν ἀπό τήν πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς» (Ἀποκ.κα'6)· «ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν», ἐκεῖνος πού διψάει ἄς ἔλθει καί ἐκεῖνος πού τό ἐπιθύμει ἄς λάβει δωρεάν ὕδωρ ζωῆς (Ἀποκ.κβ'17).
Γιά νά ὁδηγηθεῖ λοιπόν κανείς στήν ἀληθινή Θεογνωσία πρέπει νά ἔχει γνήσια διάθεση· νά διψάει γιά τόν Θεό. Νά μή εἶναι δηλαδή τό κίνητρό του διανοητική ὑπόθεση ἤ ἱκανοποίηση περιέργειας. Αὐτός πού φλέγεται ἀπό τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ δέν προκαλεῖ, δέν ἐκπειράζει τόν Κύριο! Ἡ σωτήρια γνώση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ὑπόθεση διανοητική, οὔτε ἀποβλέπει στήν ἱκανοποίηση τῆς δίψας γιά μάθηση. Ξεκινάει ἀπό τή βαθειά ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς γιά προσωπική κοινωνία ἀγάπης μέ τόν Πλάστη Θεό καί ἀφορᾶ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Μ’ αὐτή τή διάθεση πρέπει κανείς νά προσεγγίζει τή γνώση τοῦ Θεοῦ.
2. Ἡ ἀγάπη
Μία ἄλλη βασική προυπόθεση τῆς Θεογνωσίας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι αἰώνια ἀγάπη καί ἐπιθυμεῖ νά ἔλθει σέ προσωπική κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο «ἐν ἐλευθερίᾳ».
Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐξαναγκάσει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε καί ὁ Θεός θέλει νά βιάσει τόν ἄνθρωπο· νά τοῦ ἐπιβάλει τήν ἀγάπη Του. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ (Γαλ.ε'22) καί προσφέρεται ὅπου καί ὅταν ὁ Θεός θέλει καί σέ ὅποιον Ἐκεῖνος θέλει (Α'Κορ.β'11.Ἐβρ.β'4). Μόνο πού ὁ Θεός δέν μεροληπτεῖ· θέλει νά ὁδηγηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν ἀληθινή Θεογνωσία, δηλαδή στή σωτηρία (Α'Τιμ.β'4). Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ περιβάλλει ὅλους τους ἀνθρώπους.
Ὅμως πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαντήσει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του ἀγάπη. Τότε ὁ Θεός θά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος θά γνωρίσει τόν Θεό· «ἐάν κανείς ἀγαπᾶ τόν Θεό, αὐτός ἔχει γνωριστεῖ ἀπό τόν Θεό» (Α' Κόρ. η' 3)· θά ἀκούσει τήν φωνή Του νά τόν κάλει νά περάσει μέσα στή νεφέλη, νά ἀνέβει στήν κορυφή τοῦ ὅρους, νά δεῖ τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά ἀκούσει τή φωνή Του: «Ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου·... μήν ἔχεις ἄλλους Θεούς πλήν ἐμοῦ. Μή κάμεις γιά τόν ἑαυτό σου εἴδωλο... μήν προσκυνήσεις αὐτά καί μήν τά λατρεύσεις, γιατί Ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεός ζηλωτής» (Δευτερ. ε' 6-9).
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἐκφράζεται μέ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή λατρεία ὁποιωνδήποτε «ἄλλων θεῶν», ἀκόμη καί ἀπό τή λατρεία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτή ἡ ἐλευθερία ἀποτέλει «ἄνοιγμα» στή Θεία ἀγάπη. Μέ τή θέλησή του πλέον ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται τό δικό του θέλημα καί κάνει θέλημά του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δείχνει τήν ἀγάπη του ἀκολουθώντας τή διδαχή τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἀγαποῦμε κάποιον, δοκιμάζουμε ἰδιαίτερη χαρά νά ταυτίζουμε τό θέλημά μας μέ τό δικό του θέλημα. Αὐτό δέν τό θεωροῦμε δύσκολο, ὥστε νά τό νιώθουμε σάν κάποια θυσία. Γι’ αὐτό καί ὅποιος παραβαίνει τή διδαχή τοῦ Θεοῦ, δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό. «Ὅποιος λέγει ὅτι μένει ἐν Αὐτῷ ὀφείλει νά ζεῖ ὅπως ἔζησε καί ὁ Χριστός» (Α' Ἰω. β' 6).
Ἀλλά ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἐκφράζεται καί ὡς ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ἄν κανείς πεῖ «ἀγαπῶ τόν Θεό, ἀλλά μισεῖ τούς ἀδελφούς του, αὐτός εἶναι ψεύτης, γιατί ἐκεῖνος ποῦ δέν ἀγάπα τόν ἀδελφό του πού τόν ἔχει δεῖ, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγαπᾶ τόν Θεό ποῦ δέν τόν εἶδε; Αὐτή τήν ἐντολή ἔχουμε ἀπό Αὐτόν! Ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό, νά ἀγαπάει καί τούς ἀδελφούς του» (Α' Ἰω. δ' 19-21).
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν κομματιάζεται· προσφέρεται ὁλόκληρη πρός ὅλους χωρίς ἐξαίρεση· δεν μπορεῖς νά πεῖς: ἀγαπῶ τόν ἕνα, ἀλλά ὄχι καί τόν ἄλλο, ἀγαπῶ τόν Θεό, ἀλλά ὄχι καί τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ὅπως ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας πρός τά πολλά παιδιά της· τά ἀγαπᾶ ὅλα ἐξίσου, χωρίς νά «μερίζει» τήν ἀγάπη της, γιατί ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι ἀμέριστη!
3. Ἡ κάθαρση
Ἄν ὁ ἄνθρωπος χαρίσει στόν Θεό τήν ἀποκλειστική του ἀγάπη, τότε θά κάνει τά πάντα, γιά νά καθαρίσει τήν καρδιά του, προκείμενου νά ἀποδείξει ὅτι ἐπιθυμεῖ τήν κοινωνία καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Ματθ. ε' 8). «Ὅποιος ἔχει τήν ἐλπίδα σ’ Αὐτόν ἀγνίζεται, ὅπως Ἐκεῖνος εἶναι ἁγνός... Ὅποιος ἁμαρτάνει, δέν τόν ἔχει δεῖ, οὔτε τόν ἔχει γνωρίσει» (Α' Ἰω. γ' 2-6).
Ἡ Θεία ἀποκάλυψη εἶναι ἀνάλογη μέ τήν καθαρότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ζητάει τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου καί δέν παραβιάζει τήν ἐλεύθερη βούλησή μας. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά στήν περίπτωση τοῦ Ἰσραήλ: Ὁ ἰσραηλιτικός λαός, πού τόσες φορές ταλαντευόταν στήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό, προχώρησε μέχρι τούς πρόποδες τοῦ ὄρους· εἶδε τή δόξα τοῦ Θεοῦ ἀπό μακριά, σάν φλόγα στήν κορυφή τοῦ ὄρους. Οἱ συνοδοί τοῦ Μωϋσῆ ἀνέβηκαν μαζί μ’ αὐτόν στό ὄρος καί εἶδαν «τόν τόπο ὅπου ἐστάθη ὁ Θεός». Τέλος ὁ Θεός καλεῖ τόν Μωϋσῆ νά εἰσέλθει στή νεφέλη, στό ψηλότερο σημεῖο τοῦ ὄρους, νά μείνει ἐκεῖ σαράντα ἡμερόνυχτα, γιά νά λάβει ὁλόκληρη τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
«Τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ ἔρχονται μόνα τους χωρίς σύ νά αἰσθανθεῖς. Ναί, ἔρχονται μόνα τους, ὅμως ἐάν ὁ τοπος εἶναι καθαρός καί ὄχι ρυπαρός. Ἐάν ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς σου δέν εἶναι καθαρή, μήν τολμήσεις νά δεῖς στή σφαῖρα τοῦ νοητοῦ ἡλίου, γιά νά μή στερηθεῖς κι αὐτό τό λιγοστό φῶς, πού εἶναι ἡ ἁπλή πίστη καί ἡ ταπείνωση καί ἡ καρδιακή ἐξομολόγηση καί τά λίγα ἔργα πού κατά δύναμη πράττεις καί ριφθεῖς σέ κάποιο σκοτεινό τόπο πού ὑπάρχει στό ἐξώτερο σκότος, ἔξω ἀπό τόν Θεό, πού ἐξεικονίζει τόν Ἅδη, ὅπως ἐκεῖνος πού θέλησε νά εἰσέλθει ἀναίσχυντα στό γάμο μέ ρυπαρά ροῦχα» (Ἰσαακ ὁ Σῦρος. Ματθ. κβ' 1-15).
Τά μάτια πού εἶναι ἄρρωστα δέν μποροῦν χωρίς βλάβη νά δοῦν τό φῶς. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά πνευματικά μάτια τοῦ ἀνθρώπου· δέν «ἀντέχουν» στή θέα τοῦ ἄκτιστου Θείου φωτός πού εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ, πνευματικό χάρισμα. Ἔχουμε λοιπόν ἀνάγκη ἀπό πνευματική κάθαρση.
Προϋπόθεση γιά τήν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἀγῶνας ἐναντίον τῶν παθῶν. Ὅποιος πραγματικά ἀγαπᾶ τόν Θεό, δέν ὑποδουλώνεται σέ τίποτε ἄλλο καί ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν. Δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος νά ὁδηγηθεῖ κανείς στήν κάθαρση. Ἡ ὑποδούλωση στά πάθη ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό!
«Ἐκεῖνος λοιπόν πού ἀγάπα τά χρήματα καί συγκινεῖται ἀπό τή φθαρτή ὀμορφιά τῶν σωμάτων καί ὑπερτιμᾶ τήν ψεύτικη δόξα, ξόδευσε τή δύναμη τῆς ἀγάπης σέ ὅσα δέν ἔπρεπε καί ἔγινε τελείως τυφλός γιά νά δεῖ τόν ὄντως ἀγαπητό. Γιά τοῦτο λέγει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Μ. Βασίλειος. Μαρκ. ιβ' 30).
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὑπογραμμίζει αὐτό μέ τά ἑξῆς λόγια: «Εἰς ἐκείνους πού εἶναι κυριευμένοι ἀπό τήν ἀπιστία καί τά πάθη, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τελείως ἀπρόσιτη καί ἀθεώρητη».
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος συνοψίζει: «Ἐάν θέλεις νά γίνει ἡ καρδιά σου τόπος τῶν μυστηρίων τοῦ καινοῦ αἰῶνος, πρῶτος θησαύρισε μέ σωματικά ἔργα, δηλαδή νηστεία, προσευχή, ἄσκηση, ὑπομονή, καταστροφή τῶν πονηρῶν λογισμῶν καί τά ὅμοια μέ αὐτά· δέσμευσε τό νοῦ σου στήν ἀνάγνωση καί τή μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν θέσε μπροστά στά μάτια σου τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί ἀγωνίσου ἐναντίον τῶν παθῶν· ἐκρίζωσε ἀπό τήν καρδιά σου μέ τήν προσευχή κάθε εἰκόνα καί κάθε ὁμοίωμα, πού δέχθηκες προτύτερα ἀπό τήν ἐνθύμηση τῶν παλαιῶν σου κακῶν πράξεων συνήθισε τό νοῦ σου νά μελετᾶ πάντοτε τά μυστήρια τῆς οἰκονομίας τοῦ Κυρίου μας καί παῦσε νά ζητᾶς τή γνώση καί τή θεωρία, πού ὑπερβαίνουν τήν διήγηση τῶν λόγων· ἀκολούθησε τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τά ἔργα τῆς καθαρότητας».
Ἡ ἀληθινή Θεογνωσία, δέν ἀποβλέπει στήν ἱκανοποίηση τῆς περιέργειας τοῦ ἀνθρώπου καί δέν εἶναι διανοητικῆς τάξεως. Ὅποιος θέλει νά ἱκανοποιήσει τήν περιέργειά του καί ἀσχολεῖται μέ ἐρωτήματα διανοητικῆς τάξεως, πού προϋποθέτουν τήν ὑποταγή τοῦ Θεοῦ στά δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, θά ἀπογοητευθεῖ ἤ θά ὁδηγηθεῖ στήν πλάνη. Ὅποιος ὅμως ποθεῖ τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ, δέν ζητάει νά ἱκανοποιήσει τήν περιέργειά του· ταυτίζει τό θέλημά του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί καθαρίζει τή διάνοια καί τό σῶμα του γιά νά δεχθεῖ τήν Θεϊκή ἐπέμβαση στή ζωή του.
Οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονται κάτω ἀπό τό ζυγό τῶν παθῶν δύσκολα θά πιστέψουν στήν ὕπαρξη ἑνός προσωπικοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ πίστη αὐτή ἔχει συνέπειες γιά τήν καθημερινή τους συμπεριφορά (Παροιμ. κη' 5. Ψαλμ. ιγ/ ιο' 1). Ἄν κανείς δέν ἐπιθυμεῖ καθαρότητα στό πνεῦμα καί στό σῶμα, δέν μπορεῖ νά βρεῖ τόν Θεό:
«Οἱ διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν ἀπό τόν Θεό καί ἡ παντοδυναμία πού ἐκπειράζεται ἀπομακρύνει τούς ἄφρονες.
Ἡ σοφία δέν θά μπεῖ σέ πονηρή ψυχή, οὔτε θά κατοικήσει σέ σῶμα, ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία.
Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα τῆς παιδαγωγίας
ἀποφεύγει τό δόλο· στέκεται μακρυά ἀπό πονηρές σκέψεις
καί ἀπομακρύνεται σάν πλησιάζει ἡ ἀδικία».
(Σοφ. Σολ. α' 3-5)
Ἀκριβῶς ἀντίθετος εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Κυρίου:
«Ὁ νόμος τοῦ Κυρίου εἶναι ἄμεμπτος, ἐπιστρέφει ψυχές· ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου πιστή, καί νήπια ἀναδεικνύει σοφά.
Οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου εἶναι εὐθεῖς, εὐφραίνουν τήν καρδιά· ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου εἶναι ἀκτινοβόλος, φωτίζει ὀφθαλμούς».
(Ψαλμ. ιη'/ιθ' 8-9)
Ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό κάθε ταπεινή ἐπιθυμία καί πάθος ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό δρόμο τῆς Θεογνωσίας, στό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά χωρέσει τά δῶρα τοῦ Θεοῦ.
4) Ἡ ταπείνωση
Τό νά ἐγκαταλείψει ὁ ἄνθρωπος τήν αὐτονομία του, σημαίνει νά ταπεινώσει τόν ἑαυτό του μπροστά στόν Θεό καί νά περιμένει ἀπό Ἐκεῖνον τή σωτηρία. Χωρίς ταπείνωση δέν εἶναι δυνατή ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Αὐτό βεβαιώνει ἡ ἁγία Γραφή:
«Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, διότι δική τους εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε' ιη' 3). «Ὁ πτωχός τῷ πνεύματι δέν πασχίζει νά ἐννοήση τά ἀνερμήνευτα, νά ἀποκαλύψει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ· πιστεύει ἁπλά στό λόγο τοῦ Θεοῦ γνωρίζοντας ὅτι κάθε λέξη θεία εἶναι ἀλήθεια, πνεῦμα καί αἰώνια ζωή».
Ὅποιος ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς αὐτονομίας, θά λοξοδρομήσει καί δέν θά φθάσει στό «σκοπό». Ἔτσι ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὑπογραμμίζει ὅτι μέ τούς «νόμους τῆς γνώσης», πού κυβερνοῦσαν τόν κόσμο πρίν ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος δέν μπόρεσε νά ὑψώσει τό κεφάλι του καί νά αἰσθανθεῖ τή δύναμη τοῦ Κτίστου του». Ἀλλά καί τώρα, τήν ἐποχή τῆς πίστης, πολλοί ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν καί πάλι νά λοξοδρομήσουν ἀπό τήν «εὐθεῖα ὁδό στήν ταπεινότητα τῆς ἀνθρώπινης γνώσης», ἡ ὁποία εἶναι «πτωχή καί ταπεινή, ὅσο καί ἄν φαίνεται πλούσια, ἐνῷ τούς θησαυρούς τῆς πίστης δέν τούς χωροῦν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ».
Αὐτή ἡ «αὐτογνωσία» τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καρπός ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καί βασική αἰτία, γιά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀπορρίπτει τούς θησαυρούς τῆς πίστης.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρομοιάζει τόν αὐτονομημένο ἄνθρωπο μέ τό σιδερά, πού παίρνει τό ἀναμμένο σίδερο ὄχι μέ τήν τσιμπίδα, ἀλλά μέ τό χέρι του, πρᾶγμα πού θεωρεῖται ἀνόητο· «ἔτσι καί οἱ φιλόσοφοι, ἐπειδή ἐπέμεναν ὅτι μόνοι των δύνανται νά εὕρουν αὐτά, περιφρόνησαν τήν πίστη καί διά τοῦτο βεβαίως δέν εὔρηκαν τίποτε ἀπ’ ὅσα ζητοῦσαν».
Ὁ τρόπος λοιπόν πού προσεγγίζει κανείς τήν ἀλήθεια τοῦ «ποιός» ἔχει ἀποφασιστική σημασία. «Τέτοια εἶναι ἡ φύση τῶν μυστηρίων μας· ἀλλιῶς διάκειμαι ἐγώ πρός αὐτά καί ἀλλιῶς ὁ ἄπιστος. Ἀκούω ὅτι ἔγινε δοῦλος (ὁ Κύριος) καί θαυμάζω τήν φροντίδα. Τοῦτο ἀκούει κι ἐκεῖνος καί τό θεωρεῖ ἀτιμία. Ἀκούω ὅτι ἀπέθανε καί ἐκπλήττομαι διά τήν δύναμή Του, διότι ἄν καί ἀπέθανε, δέν κατεκρατήθη ἀλλά καί κατήργησε τό θάνατο· ἀκούει κι ἐκεῖνος καί ὑποπτεύεται ἀδυναμία» (I. Χρυσόστομος).
5. Ἡ ταπείνωση τοῦ νοῦ
Ὁ αὐτονομημένος νοῦς, δηλαδή ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου στήν κατάσταση τῆς πτώσης, δέν μπορεῖ νά δεῖ τά πράγματα τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀπαραίτητη καθαρότητα· εἶναι σκοτισμένος καί πρέπει νά καθαρθεῖ. Τότε θά μπορέσει νά δεχθεῖ τή διδαχή τοῦ Χριστοῦ.
Τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων εἶχε σάν κύριο στόχο τήν «ἐν Χριστῷ κοινωνία», τήν προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό καί τήν «ἐν Χριστῷ» δόξα (Πραξ. δ' 12. ε' 28-32). Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἡ θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα (Ἰω. α' 14. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 15) καί πραγματοποιήθηκε ἀληθινή κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό· γιατί ὅπου εἶναι ὁ Υἱός, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ Πατήρ, ἐκεῖ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καί μέ τόν ἄνθρωπο: εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένος μέ τό λόγο του καί τό πνεῦμα του· μόνο πού στήν περίπτωση τοῦ Θεοῦ ὁ Λόγος καί τό Πνεῦμα εἶναι «ἐνυπόστατα», ἔχουν δηλαδή δική τούς ὑπόσταση! Ὁ ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά φθάσει μέ τίς δικές του δυνάμεις σ’ αὐτή τή Θεοκοινωνία· τήν πραγματοποίησε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν «κενωτική» Του ἀγάπη, πού ξεπέρασε κάθε ὅριο ἐπάνω στό Σταυρό (Φιλ. β' 5-8).
Τό κήρυγμα αὐτό δέν μπόρεσαν νά τό δεχθοῦν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι οὔτε οἱ Ἐθνικοί τῆς ἐποχῆς τῶν ἀποστόλων· ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου καί ἰδιαίτερα ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦταν γιά τούς πρώτους σκάνδαλο καί γιά τούς δεύτερους μωρία. Δέν μπόρεσαν νά ἑρμηνεύσουν τό Σταυρό ὡς καύχημα καί δόξα (Γαλ. στ' 14. Ἰω. ιβ' 32)· ἦταν ἀληθινή πρόκληση γιά τήν ἀνθρώπινη λογική (Α' Κορ. α' 18).
«Οἱ Ἰουδαῖοι θέλουν θαύματα, οἱ δέ Ἕλληνες ζητοῦν σοφία, ἐμεῖς ὅμως κηρύττουμε Χριστόν ἐσταυρωμένον γιά τούς Ἰουδαίους μέν σκάνδαλο, γιά δέ τούς Ἕλληνες μωρία· ἀλλά γιά τούς καλεσμένους, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες, ὁ Χριστός εἶναι Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία. Γιατί αὐτό πού θεωρεῖται θεία μωρία, εἶναι σοφότερο ἀπό τή σοφία τῶν ἀνθρώπων καί ἐκεῖνο πού θεωρεῖται ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τή δύναμη τῶν ἀνθρώπων» (Α' Κορ. α' 22-25. Πρβλ. Γαλ. ε' 11).
Ὁ ἀπόστολος προκαλεῖ ἐδῶ, γιατί δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά προσαρμόσει τό κήρυγμά του στήν ἀνθρώπινη φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἀπολυτοποιεῖ τόν νοῦ πού ἔχει σκοτισθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί δέν ἀναγνωρίζει τήν ἀναγκαιότητα μιᾶς «κεκαθαρμένης διάνοιας» καί τῆς «ἀνακαίνισης τοῦ νοῦ» στό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σκοπός του δέν εἶναι νά στηρίξει τήν πίστη μέ ἀνθρώπινα ἐπιχειρήματα, ἀλλά νά τήν θεμελιώσει στή θεία δύναμη· δέν ἤθελε ἀνθρώπους ἐγγυητές, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Θεό· κήρυττε «τή μυστική σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἦταν κρυμμένη καί τήν ὁποία ὁ Θεός προώρισε πρό αἰώνων γιά τή δική μας δόξα» (Α' Κόρ. β' 4-7).
Ἡ μυστική αὐτή σοφία δέν ἀποκαλύπτεται στούς «σοφούς καί συνετούς» τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά στά «νήπια» (Μάτθ. ια' 25. Λούκ. ι' 21), στά «μωρά τοῦ κόσμου», στά «ἀγενῆ» καί ἐξουθενημένα», ὥστε «κανείς ἄνθρωπος νά μή μπορεῖ νά καυχηθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α' Κορ. α' 27-29). Ὁ αὐτονομημένος ἄνθρωπος δέν θά ἱκανοποιήσει ποτέ τήν πνευματική του δίψα, γιατί ἀπαιτεῖ τά πράγματα τοῦ Θεοῦ νά προσαρμοσθοῦν πλήρως στίς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης σκέψης. Ὅμως ὁ Θεός δέν γνωρίζεται μέ τόν τρόπο πού ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει τόν Θεό. Γιά νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος στή Θεογνωσία, πρέπει νά ταπεινώσει τό νοῦ του.
6. Ἡ διδαχή τοῦ Χριστοῦ
Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἁγνή διάθεση καί ἀγάπη γιά τόν Θεό, θά ἐπιθυμήσει τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί θά ταπεινώσει τό νοῦ του μπροστά στή Θεία βούληση καί στή Θεία ἀγάπη. Θά ἀκολουθήσει τή διδαχή τοῦ Θεοῦ καί θά ἐναρμονίσει μ’ αὐτή ὁλόκληρη τή ζωή του. Τή διδαχή τοῦ Χριστοῦ κήρυξαν οἱ προφῆτες καί οἱ ἀποστόλοι· ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό Τόν ἀφήνει νά μιλήσει στή ζωή του καί ἀκολουθεῖ τή φωνή Του. «Ἐμεῖς εἴμαστε ἀπό τόν Θεό. Ὅποιος γνωρίζει τόν Θεό, μᾶς ἀκούει. Ὅποιος δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, δέν μᾶς ἀκούει. Μέ αὐτόν τόν τρόπο γνωρίζουμε τό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης» (Α' Ἰω. δ' 6).
«Πᾶς ὁ πιστεύων καί μή μένων ἐν τή διδαχή τοῦ Χριστοῦ Θεόν οὐκ ἔχει»· ὅποιος παραβαίνει καί δέν μένει στή διδαχή τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχει Θεό· «ἐκεῖνος πού μένει στή διδαχή τοῦ Χριστοῦ, αὐτός ἔχει καί τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν» (Β' Ἰω. 9)· «ἐκεῖνος πού πράττει τό καλό (ὁ ἀγαθοποιῶν), εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ· ὁ δέ κακοποιῶν δέν ἔχει ἴδει τόν Θεό» (Γ' Ἰω. 11).
«Ἐάν ἐπιθυμεῖς ἀληθινά τή θεωρία τῶν μυστηρίων, ἐξάσκησε μέ ἔργα τίς ἐντολές καί ὄχι ἐρευνητικά καί μέ τή μάθηση· ἡ πνευματική θεωρία ἐνεργεῖ μέσα μας στόν τόπο πού εἶναι καθαρός· καί ζήτησε πρῶτα νά μάθεις πῶς μπορεῖς νά εἰσέλθεις σ’ αὐτόν τόν τόπο τῆς καθαρότητος καί κατόπιν ἄρχισε τό ἔργο» (Ἰσαακ ὁ Σῦρος).
Ὅποιος λοιπόν ἐπιθύμει νά γνωρίσει τόν Θεό, πρέπει νά γίνει ἄνθρωπος ἀγάπης, νά ἀνταποκριθεῖ δηλαδή ἐλεύθερα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του ἀγάπη. Ὅμως γιά νά τό κάνει αὐτό μέ συνέπεια πρέπει νά ἐπιθυμεῖ τήν ἐλευθερία του ἀπό τά πάθη καί νά ἀγωνίζεται ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά· πρέπει νά ἔχει ἀληθινά ἀγαθή πρόθεση, νά «διψάει» γιά τόν Θεό καί νά ἐγκαταλείψει τήν αὐτονομία του· νά ταπεινωθεῖ καί νά ἀκολουθήσει τή διδαχή τοῦ Θεοῦ, ὄχι τή «συνταγή τοῦ ὄφεως»!
7. Ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος
Μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου σκοτίστηκε καί ὁ νοῦς του καί δέν μπορεῖ νά «δεῖ» καθαρά. Ὅμως μέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθοδηγεῖται καί ὁ νοῦς μας· ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ Διαβόλου καί ὁδηγεῖται στήν σωτήρια ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ γνώση στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται μέ τήν ἐπιστήμη δέν εἶναι ἡ σωτήριος ἀλήθεια, γιατί εἶναι κτιστῆς τάξης· πρόκειται γιά τήν κατανόηση τῆς «κτιστῆς ἀλήθειας». Τέτοια εἶναι ἡ γνώση τῆς ἰατρικῆς, τῆς βιολογίας, τῆς γεωγραφίας κ.ο.κ. Ἡ ἐπιστήμη λοιπόν, πού στηρίζεται στίς ἀνθρώπινες προσπάθειες, ἔχει ὡς στόχο τήν «κτιστή» πραγματικότητα, δέν ξεπερνάει τήν δημιουργία, ὥστε νά ἀνακαλύψει τόν Θεό ἤ καί νά προσδιορίσει τίς προσωπικές του σχέσεις μέ τόν ἄνθρωπο. Αὐτό σημαίνει πώς κανείς ἄνθρωπος, ὁσοδήποτε κι ἄν ἔχει προχωρήσει στή διερεύνηση τῆς δημιουργίας, δέν ἀποκτᾶ τό δικαίωμα, στό ὄνομα τῆς ἐπιστημονικῆς του ἱκανότητας, νά ἔχει μία ὁποιαδήποτε βαρύνουσα γνώμη γιά τίς ἄκτιστες ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὁποῖες ἀπόψεις του, θά εἶναι καρπός τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, ὄχι ἀποτέλεσμα «ἐπιστημονικῆς» ἔρευνας.
Ἡ βάση αὐτή μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε, γιατί πολλοί ἄνθρωποι, πού διέπρεψαν στήν ἐπιστήμη, δέν μπόρεσαν νά βροῦν τό δρόμο γιά τήν «ἀλήθεια καί τή ζωή» (Ἰω. ιδ' 6)· γιατί ἕνας ἄθεος μπορεῖ ἐξίσου νά εἶναι μεγάλος ἐπιστήμονας, ὅπως καί ἕνας πιστός!
Στήν γνώση τῶν πραγμάτων τοῦ Θεοῦ, στήν ἀληθινή Θεογνωσία, δέν ὁδηγεῖ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Θεία ἀποκάλυψη (πρβλ. Ἰακ. γ' 13-19). Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἐπίγνωση τῆς ἄκτιστης ἀλήθειας. Ἔτσι ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται.
Μέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς καρδίες τῶν ἀνθρώπων, ἡ «γνώση τοῦ Θεοῦ», ἡ Θεία ἀποκάλυψη, ὁλοκληρώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· «ἐν Υἱῷ» ἐλάλησε σέ μᾶς ὁ Θεός στίς ἔσχατες αὐτές ἡμέρες· «ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐδόθη» (Ἐθρ. α' 1. Ἰω. 17).
Ὁ Χριστός, στό ἀποχαιρετιστήριο κήρυγμά του πρός τούς ἀποστόλους, μίλησε γιά ἄλλο Παράκλητο» (Ἰω. ιδ΄, 16) δηλαδή γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού θά «ἐλέγξει τόν κόσμο» (Ἰω. ιστ' 8) ἀναφορικά μέ τήν πίστη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τή σχέση Του πρός τόν Πατέρα. «Ἔχω πολλά ἀκόμη νά σᾶς πῶ», πρόσθεσε ὁ Κύριος, «ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τά βαστάξετε τώρα. Ἀλλ’ ὅταν ἔλθει Ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας, θά σᾶς ὁδηγήσει εἰς ὅλη τήν ἀλήθεια, διότι δέν θά μιλήσει ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά θά πεῖ ὅσα ἀκούσει καί θά σᾶς ἀναγγείλει ἐκεῖνα πού μέλλουν νά συμβοῦν. Ἐκεῖνος θά δοξάσει ἐμέ, διότι θά πάρει ἀπό ὅ,τι εἶναι δικό μου καί θά σᾶς τό ἀναγγείλει. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ μου, εἶναι δικά μου» (Ἰω. ιστ' 12· 16).
Οἱ ἀπόστολοι ἦταν πάντοτε κοντά στό Χριστό, ἄκουαν συνέχεια τά κηρύγματά του, ἔβλεπαν τά θαύματα· ὅμως μέ τίς δικές τους ἱκανότητες στάθηκε ἀδύνατο νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· ἔπρεπε νά τούς τό ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος ὁ Θεός! (Ματθ. ιστ', 17)· πρίν ἀπό τήν πεντηκοστή δέν μπόρεσαν νά γνωρίσουν τόν Κύριο καί νά ἀντιληφθοῦν τή δόξα Του. Ἀκόμη καί οἱ τρεῖς μαθητές πού παραβρέθηκαν ἀτό ὄρος τῆς μεταμόρφωσης δέν ἔζησαν ὁλόκληρο τό μεγαλεῖο τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μόνο ἕνα μέρος, «καθώς ἠδύναντο»! (Ἀπολυτίκιο τῆς μεταμορφώσεως. Προβλ. Ἰω.12-16).
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ ἀναστημένος Κύριος παραγγέλλει στούς ἀποστόλους νά περιμένουν στήν Ἱερουσαλήμ ὥσπου νά ἐνδυθοῦν «δύναμη ἐξ ὕψους» (Λουκ. κδ' 49). Μόνο τότε θά μπορέσουν νά εἶναι «μάρτυρές» Του στήν Ἱερουσαλήμ καί... μέχρι τῶν περάτων τῆς γῆς» (Πράξ. α' 8). Πράγματι οἱ ἀπόστολοι ἄρχισαν μετά τήν πεντηκοστή τό κήρυγμα χωρίς πιά κανένα φόβο γιά τούς διωγμούς τῶν Ἰουδαίων καί τῶν Ἐθνικῶν: μέ δύναμη καί ἐξουσία (Πραξ. δ' 1-20)· «οὐδείς δύναται νά εἰπῆ Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α' Κορ. ιβ' 3).
Ἔτσι τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων δέν γινόταν «μέ πειστικούς λόγους ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλά μέ πειθώ Πνεύματος καί δυνάμεως, διά νά μήν εἶναι ἡ πίστη μας θεμελιωμένη ἐπάνω στή σοφία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά στή δύναμη τοῦ Θεοῦ... Ἐμεῖς δέ δέν ἐλάβαμε τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλά τό Πνεῦμα πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό, γιά νά γνωρίσωμε ἐκεῖνα πού μᾶς ἐχαρίσθησαν ἀπό τόν Θεό... Ὁ φυσικός ἄνθρωπος δέν δέχεται ὅσα προέρχονται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιατί γι’ αὐτόν εἶναι μωρία· δέν μπορεῖ νά τό καταλάβει, διότι πρέπει νά ἐξετασθοῦν πνευματικά. Ἀλλ’ ὁ πνευματικός ἄνθρωπος κρίνει τά πάντα, ὁ ἴδιος ὅμως δέν κρίνεται ἀπό κανέναν. «Γιατί ποιός ἐγνώρισε τή σκέψη τοῦ Κυρίου, ὥστε νά Τόν διδάξει; Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε νοῦν Χριστοῦ» (Α' Κορ. β' 4-16, πρβλ. Ἠσ. μ' 13).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου