Θέματα Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό τό βιβλίο «Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ», τοῦ ἀειμνήστου π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου συγχρόνου ὁμολογητοῦ, ἱδρυτοῦ τῆς ἀντιαιρετικῆς ἄμυνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού ἀποτελεῖ ὁλοκληρωμένη δογματική ἀντιαιρετική ἀσπίδα.
Ἡ γνώση τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατάρτιση τῶν στελεχῶν τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἔργου καί γιά τήν σίγουρη καί ἔγκυρη βοήθεια στά θύματα καί τούς συγγενεῖς τους.
1. Η ΑΛΗΘΕΙΑ Δ’
ζ) Τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ στή δημιουργία
Μήπως ὁ ἄνθρωπος, μέ τίς δικές του δυνατότητες δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τίποτα γιά τόν Θεό; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει πώς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀνακαλύψει πίσω ἀπό τά δημιουργήματα τό Δημιουργό, τή δύναμή Του καί τή δόξα Του.
«Διότι ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γίνει γνωστό ἀπό τούς ἀνθρώπους γιά τόν Θεό, εἶναι φανερό σ’ αὐτούς, γιατί ὁ Θεός τούς τό ἐφανέρωσε. Ἐπειδή τά ἀόρατα Αὐτοῦ, δηλαδή ἡ αἰώνια δύναμη καί ἡ Θεότης Του, βλέπονται καθαρά ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ κόσμος καί κατανοοῦνται διά μέσου τῶν δημιουργημάτων Του, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι ἀναπολόγητοι...» (Ρωμ. α' 19-20).
Τή δόξα τοῦ Θεοῦ πού φανερώνεται μέσῳ τῶν δημιουργημάτων ὑπογραμμίζει ἡ ἁγία Γραφή:
«Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξα Θεοῦ,
τό στερέωμα ἀναγγέλλει πώς εἶναι ἔργο τῶν χεριῶν Του.
Κάθε μέρα μεταδίδει στήν ἄλλη λόγο
καί κάθε νύχτα ἀναγγέλλει στήν ἄλλη γνώση.
Δέν εἶναι λαλιές καί λόγοι πού δέν ἀκούονται οἱ φωνές των σέ ὅλη τή γῆ ἐξῆλθαν οἱ λόγοι των καί στά πέρατα τῆς οἰκουμένης ἡ φωνή των...».
(Ψαλμ. ιη ' 2-5/ιθ' 1-4)
«Ἐκάλυψεν οὐρανούς ἡ ἀρετή Του, καί μέ τή δόξα Του γέμισε ἡ γῆ.
Κι ἡ λάμψη Τοῦ εἶναι σάν τό φῶς· δύναμη κράτει στά χέρια Του καί ἐναρμόνισε τήν ἀγάπη μέ τήν κραταιά Του ἰσχύ».
(Ἀββακ. γ' 3-4. Πρβλ. Αριθ. ιδ' 21. Σοφ. Σολ. ιγ' 3-9. Σοφ. Σειρ. μγ' 11-33)
Ὁ Θεός λοιπόν ἄφησε τά «ἴχνη» Του στή δημιουργία. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἀνακαλύπτοντας τά «ἴχνη» αὐτά, δέν ἀνακαλύπτει τόν προσωπικό Θεό, πού μέ τή Θεία Του βούληση δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο ὡς καρπό τῆς ἀγάπης Του. Ὁ Θεός, στόν ὁποῖο καταλήγει κανείς μελετώντας μόνο τά «ἴχνη» τοῦ Δημιουργοῦ, εἶναι ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων, ὄχι ὁ Τριαδικός Θεός.
η) Ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων
Πολλοί φιλόσοφοι καί διανοητές προσπάθησαν νά γνωρίσουν τόν Θεό μέ τή λογική· ἦταν φυσικό νά καταλήξουν στήν ὁλοκληρωτική ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἤ καί στήν ἄποψη γιά ἕνα ὑπέρτατο καί ἀπρόσωπο Ὄν, πού δέν ἔρχεται σέ καμμία κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο.
Ὅμως αὐτό δέν εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, τόν ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε. Ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή (Ἰω. ιδ' 6)· δέν μπορεῖ νά εἶναι μακρυά, ἕνα ἀπρόσωπο ὄν, πού δέν ἔρχεται σέ προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο καί δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν κόσμο. «Θεός ἐγγίζων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καί οὐχί Θεός πόρρωθεν», ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, πού βρίσκεται πλησίον σας, δέν εἶμαι ἕνας Θεός μακρυνός, «δέν πληρῶ τόν οὐρανόν καί τήν γῆν»; (Ἱερ. κγ' 23-24. Δευτερ. δ' 7). «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ πατρός σου· ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰσαάκ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ» (Ἐξ. γ' 6.16. Ματθ. κβ' 32. Μάρκ. Ἰβ' 26). Ὁ Θεός λοιπόν, ὁ Σωτῆρας τοῦ ἀνθρώπου, δέν βρίσκεται μακρυά, εἶναι πλησίον, ἀποκαλύπτεται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου (Ἰω. ιδ' 26. Α' Ἰω. β' 20.27. Σοφ. Σολ. θ' 17).
Αὐτό πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά ἐντάξει τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό τήν Κυριότητα τοῦ Χριστοῦ, νά τόν ἀναγνωρίσει ὡς κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας κάθε πιστός ἀποτελεῖ μέλος. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τήν αὐτονομία του καί «βασιλεύεται» ἀπό τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐκκλησία σάν Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ἡ «βασίλεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
«Ἐγγύς σου τό ρῆμα ἐστιν, ἐν τῷ στοματί σου καί ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τουτ’ ἔστι τό ρῆμα τῆς πίστεως ὅ κηρύσσομεν. ὅτι ἐάν ὁμολογήσης ἐν τῷ στοματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καί πιστεύσης ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεός αὐτόν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήση· καρδία γάρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δέ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. λέγει γάρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. οὐ γάρ ἐστι διαστολή Ἰουδαίου τέ καί Ἕλληνος· ὁ γάρ αὐτός Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τούς ἐπικαλουμένους αὐτόν πᾶς γάρ ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ.ι΄8-13).
Κλείνοντες αὐτό τό κεφάλαιο παρατηροῦμε πώς ἡ σωτήρια ἀλήθεια δέν ἀποτελεῖ ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλά ταυτίζεται μέ συγκεκριμένο πρόσωπο, μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δέν ἀναφέρεται σέ διανοητική κατάσταση, ἀλλά στήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Γι’ αὐτό εἶναι σωτήριος ἀλήθεια.
Ὅμως δέν μπορεῖ νά φθάσει μόνος του ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτή τήν ἀλήθεια, μέ κάποιες τεχνικές. Γνώση τῆς ἀλήθειας δέν σημαίνει διαδικασία «ἀναβάσεως» τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «καταβάσεως» ἤ μᾶλλον «συγκαταβάσεως» τοῦ Θεοῦ στήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός διαπερνᾶ τήν ἄβυσσο πού χωρίζει τό κτιστό μέ τόν Ἄκτιστο, ἀποκαλύπτεται στά δημιουργήματά Του καί προσφέρει τή δυνατότητα ἀληθινῆς κοινωνίας ἀγάπης καί ζωῆς. Πρόκειται γιά κίνηση ἐλευθερίας καί ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά αὐτή ἡ πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ δέν βιάζει τή βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά κάνει ἐλεύθερα τήν ἐπιλογή του· νά ἀπαντήσει μέ τή δική του ἀγάπη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἤ νά τήν ἀπορρίψει. Ὅμως αὐτή ἡ ἐπιλογή δέν εἶναι διανοητικῆς τάξης. Γιά νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό πρέπει νά ἔχει ἁγνή διάθεση. Νά ἐπιθυμεῖ μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη τήν κοινωνία ἀγάπης μέ τόν Θεό καί ὄχι τήν ἱκανοποίηση τῆς περιέργειάς του ἤ ἄλλων ἐπιθυμιῶν. Πρέπει νά θεωρήσει αὐτή τήν κοινωνία ἀγάπης ὡς μοναδικό θησαυρό, ὡς βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς του πάνω στή γῆ. Νά νιώσει ὅτι μόνο ἔτσι ὁδηγεῖται ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό θάνατο στήν ἀθανασία. Ἡ ἐπιθυμία του γιά τόν Θεό θά εἶναι τότε τόσο μεγάλη, ὥστε τίποτα δέν θά μπορέσει νά σταθεῖ ἀνάμεσα, νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. η' 39).
Ὁ ἄνθρωπος πού «διψάει» ἀληθινά γιά τόν Θεό ἐγκαταλείπει τήν αὐτονομία του καί ἀγωνίζεται νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του ἀπό τά πάθη καί ἀπό κάθε τί πού θά μποροῦσε νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά αὐτή ἡ κοινωνία ἀγάπης δέν εἶναι κοινωνία οὐσίας· ὁ ἄνθρωπος δέν μετέχει στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀπορροφᾶται ἀπό τό Δημιουργό του. Γίνεται μέτοχος μόνο τῆς Χάρης Του, ὄχι τῆς Θείας Οὐσίας. Ὅμως ἡ θεία Χάρη ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστης τάξης. Γι’ αὐτό καί ἡ συγκατάβαση αὐτή τοῦ Θεοῦ σημαίνει ἀληθινή Θεό-κοινωνία.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔχει τήν αἴσθηση αὐτῆς τῆς Χάρης στή ζωή του. Ὅμως ὁ χριστιανός δέν ἀναζητάει τίς πνευματικές ἐμπειρίες, ἀλλά τόν πνευματικό ἀγῶνα, γιά νά μείνει στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐπιθυμεῖ νά μείνει στήν κοινωνία τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι κοινωνία ἀγάπης, χωρίς ἀνταλλάγματα. Ὅταν ὁ Θεός κρίνει πώς τά παιδιά Του ἐπιθυμοῦν αὐτή τήν κοινωνία, τούς παρέχει τή Χάρη Του γιά νά τούς ἐνισχύσει στόν ἀγῶνα τους, τότε μπορεῖ νά τούς δώσει καί κάποια ἐσωτερική πληροφορία τῆς παρουσίας Του· κάποιο «σημεῖο». Ὅμως μπορεῖ νά κρίνει πώς εἶναι καιρός νά «ἀσκηθοῦν» καί νά «γυμναστοῦν». Τότε ἀφαιρεῖ αὐτή Του τήν Χάρη. Ἀλλά ὁ Θεός βρίσκεται πάντοτε «ἐγγύς» καί ἐπεμβαίνει κάθε φόρα πού ὁ πειρασμός θά ξεπεράσει τήν ἀντοχή τοῦ ἀνθρώπου. Πότε γίνεται αὐτό, τό γνωρίζει ὁ Θεός καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος.
Τό νά θέσει ὁ χριστιανός ὡς σκοπό τήν ἀπόκτηση ἐμπειριῶν, εἶναι πρᾶγμα ἐπικίνδυνο. Μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ σέ ἔπαρση ἤ σέ πλάνη. Ἰδιαίτερα ὅταν χρησιμοποιοῦνται διαφορές «τεχνικές», οἱ ὁποῖες τάχα ὁδηγοῦν ἀναγκαστικά στήν ἀπόκτηση ἐμπειριῶν. Τέτοιες ἐμπειρίες δέν εἶναι γνήσιες. Ἐάν δέν εἶναι δαιμονικῆς φύσης ἤ ὑποκειμενικές καταστάσεις, εἶναι εἶδος «αὐτοεμπειρίας», ἡ ὁποία, ἐάν ἀπολυτοποιηθεῖ, ὁδήγει στήν εἰδωλοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, δηλαδή στήν πλάνη.
Ἐκεῖνο πού ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀνακαλύψει μέ τήν ἔρευνα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ εἶναι τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως τόν προσωπικό Θεό. Μπορεῖ νά φθάσει στήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ, ποτέ ὅμως στή σωτήρια ἀλήθεια, γιατί αὐτό εἶναι πάντοτε δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσφορά του δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας προσπάθεια, ἀλλά ἀπό τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό καί δέν ἐξαναγκάζεται ποτέ.
Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας μέ διανοητικές διαδικασίες εἶναι ὁ δρόμος τῆς φιλοσοφίας. Οἱ φιλόσοφοι ὅμως ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια τοῦ «τί», ὄχι τήν ἀλήθεια τοῦ «ποιός». Ἀναζητοῦν μία ἰδέα, ἕνα παγκόσμιο «νόμο», κάποιο «πρῶτο κινοῦν», πού εἶναι ἀκίνητο. Ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων δέν σῴζει, γιατί δέν ἔρχεται σέ προσωπική κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο. Εἶναι κάποιο ἀφηρημένο καί ἀπρόσωπο «πνεῦμα», «νόμος» ἤ «συνειδητοτητα», ὅπως καί ὁ θεός τῶν ἰνδουιστῶν καί ἀποκρυφιστῶν. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀναζητάει τόν Θεό μέ διανοητικές, νοητικές ἤ διαλογιστικές πρακτικές ὁδηγεῖται στήν πλάνη, γιατί αὐτό πού νομίζει ὡς θεό εἶναι κάποιο εἴδωλο· ὄχι ὁ Θεός πού σῴζει τόν ἄνθρωπο.
Ἕνας τέτοιος θεός, πού εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου ἤ ταυτίζεται μέ τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο (τόν «Ἑαυτό»), δέν μπορεῖ νά ἀναγεννήσει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν βοηθήσει νά ξεπεράσει τή μοναξιά· οὔτε προσφέρει βαθύτερο νόημα στή ζωή. Ἄν πιστέψει κανείς σ’ ἕνα τέτοιο θεό, πού δέν ἐνδιαφέρεται γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δέν χρειάζεται ν’ ἀλλάξει τίποτε· μπορεῖ νά συνεχίσει τή ζωή του χωρίς νά αἰσθάνεται ὅτι πρέπει νά λογοδοτήσει σέ κάποιον γιά τίς πράξεις του.
Ἄν δέν ὑπάρχει προσωπικός Θεός, τή θέση Του τήν παίρνει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Αὐτό συμβαίνει καί στήν περίπτωση πού ὁ ἄνθρωπος ἐγκολπωθεῖ πανθεϊστικές καί ἀσιατικές κοσμοθεωριακές ἀντιλήψεις. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος (ὁ «Ἑαυτός») ταυτίζεται μέ τόν θεό· καθορίζει τόν ἠθικό νόμο καί εἶναι ὑπόλογος μόνο στόν ἑαυτό του. Μία ἀπέραντη μοναξιά ἁπλώνεται στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Κανείς δέν μπορεῖ νά τόν ἀνυψώσει πάνω ἀπό τήν κτιστή του πραγματικότητα, νά τόν κάνει μέτοχο τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἡ μόνη ἀπάντηση στό ὑπαρξιακό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας τοῦ «ποιός», ὄχι ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων. Μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς «ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ' 6) ἀποτελεῖ τή Λύση στό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου