ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ
ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
του αρχιμ.Χρυσόστομου Μαϊδώνη - Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ.Ἱερισσού
Οἱ χριστιανοί ἀποτελοῦν
«Βασίλειον ἱεράτευμα», βασιλικό
καί ἱερατικό γένος. Ὅμως ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία εἰδική ἱερωσύνη;
Πῶς ἔχει τό θέμα στήν Παλαιά Διαθήκη, πού ἀποτελεῖ «σκιά τῶν μελλόντων» καί ποία ἡ ἐκπλήρωση
στήν Καινή Διαθήκη; Ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς νέας
ἱερωσύνης; Σ’ αὐτά τά ἐρωτήματα θά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό τό κεφάλαιο.
α) Στήν Παλαιά Διαθήκη
Ὁ ὅρος βασίλειο
ἱεράτευμα δέν ἐμποδίζει τήν ὕπαρξη εἰδικῆς ἱερωσύνης. Τοῦτο κατανοοῦμε
ὅταν ἀναλογισθοῦμε πώς ὁ Θεός ἐξέλεξε τόν Ἰσραήλ ἀπό ὅλα τά ἄλλα
ἔθνη, γιά νά εἶναι «βασίλειον ἱεράτευμα,
ἔθνος ἅγιον» Ἐξοδ. ιθ' 5-6. Δευτερ. ιδ' 2, κστ' 19), χωρίς αὐτό νά σημαίνει
πώς δέν ὑπῆρχε καί ἰδιαίτερη ἱερατική τάξη, στήν ὁποία νά εἶχε ἀνατεθεῖ
ἰδιαίτερη ἱερατική διακονία.
Σ’ αὐτή τήν ἱερατική
τάξη ἀνῆκε ὁ Ἀαρών καί οἱ γυιοί του, τούς ὁποίους καθιέρωσε ὁ Μωυσῆς
χύνοντας στήν κεφαλή τους ἀπό τό «ἔλαιο
τῆς χρίσεως», ἀφοῦ προηγουμένως τούς ἔλουσε μέ νερό, καί τούς ἔνδυσε
τίς ἱερατικές στολές (Ἐξοδ. κη' 1. 37-39, κθ' 9, λ ’ 30, μ' 11-13. Λευϊτ.
η' 1-13). Στήν Παλαιά Διαθήκη καθιερώθηκε καί ἡ τάξη τῶν λευιτῶν,
στούς ὁποίους ἀνατέθηκε κατώτερη διακονία (Ἀριθ. η' 5-26).
Κανένας δέν εἶχε
δικαίωμα νά παραβιάσει τήν τάξη πού ἔθεσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός· ὅποιος τό
ἔκανε ἐτιμωρεῖτο παραδειγματικά:
Ὁ Κορέ δέν ἀνῆκε
στή φυλή τοῦ Λευΐ× δέν εἶχε τή μεγάλη τιμή νά προσφέρει ἱερή ὑπηρεσία στή σκηνή
τοῦ Κυρίου (Ἀριθ. η' 22). Ὅμως ἠθέλησε νά ἰδιοποιηθεῖ τήν ἱερατική
ἐξουσία· ἐπανεστάτησε ἐναντίον του Μωυσῆ καί τοῦ Ἀαρών. «Πάντες ἅγιοι καί ἐν αὐτοῖς Κύριος» ὅλοι
εἶναι ἅγιοι, ἔλεγε στόν Μωυσῆ καί στόν Ἀαρών, «διατί κατανίστασθε ἐπί τήν συναγωγήν Κυρίου», γιατί
λοιπόν ὑψώνετε τόν ἑαυτό σας ὑπεράνω ἀπό τό λαό τοῦ Κυρίου, (Ἀριθ.
στ' 3).
Ὁ Μωυσῆς προσπάθησε
νά ἐπαναφέρει τόν Κορέ, ὑπογραμμίζοντας πώς ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐκλέγει
τούς ἱερεῖς (Ἀριθ. ιστ' 5-11, πρβλ. Λευϊτ. η' 1 ἑξ.) καί τονίζοντας πῶς
ἡ συνωμοσία του δέν ἐστρέφετο ἐναντίον ἀνθρώπων, ἀλλά ἐναντίον τοῦ
ἴδιου τοῦ Θεοῦ: «Τί εἶναι ὁ Ἀαρών, ἐναντίον
τοῦ ὁποίου σεῖς γογγύζετε;» (Ἀριθ. ιστ' 11), δέν εἶναι αὐτός, τόν ὁποῖο
ἐξέλεξε ὁ Θεός;
Ἡ τιμωρία τῶν στασιαστῶν
καί σφετεριστῶν τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας ἦταν παραδειγματική: «Ἐσχίσθη ἡ γῆ κάτω ἀπό τά πόδια τους, ἄνοιξε
ἡ γῆ καί τούς κατάπιε, ἐκείνους καί τίς οἰκογένειές τους καί ὅλους ἐκείνους
πού ἦσαν μαζί μέ τόν Κορέ, μαζί καί τά ζῷα τους· καί αὐτοί καί ὅσοι ἦσαν
μέ τό μέρος τους κατέβηκαν ζωντανοί στόν Ἅδη καί τούς σκέπασε ἡ γῆ καί
ἐχάθησαν ἀπό τό μέσο τῆς συναγωγῆς τοῦ λαοῦ» (Ἀριθ. ιστ' 31-33,
πρβλ. ιζ' 16- 28. Σοφ. Σειρ. με' 6-22).
Παρόμοια συμβαίνουν
καί στόν βασιλέα Ὀζία. Ἐπεχείρησε νά σφετερισθεῖ τήν ἱερατική ἐξουσία.
Ἡ τιμωρία του ἦταν ἐπίσης παραδειγματική: Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε
λέπρα στό μέτωπό του καί ἔμεινε λεπρός μέχρι πού πέθανε (Β' Παραλ.
κστ' 16-21, πρβλ. Α' Παραλ. ιγ' 9-10).
Ὑπάρχει λοιπόν
στήν Παλαιά Διαθήκη εἰδική ἱεροσύνη, παράλληλα μέ τή γενική ἱερωσύνη
ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ Ἰσραηλ.
β) Ἱερωσύνη κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ
Στήν Παλαιά Διαθήκη
ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται ὡς ἱερέας «κατά
τήν τάξιν Μελχισεδέκ», πού ἦταν βασιλέας τῆς Σαλήμ καί «ἱερεύς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ.
ρθ' 4. Γέν. ιδ' 18). Ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν μᾶς γνωρίζει τόν Πατέρα ἤ
τήν μητέρα τοῦ Μελχισεδέκ, οὔτε τή γενεαλογία του, γιά νά εἶναι «ἐξωμοιωμένος πρός τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ»,
καί νά μένει «ἱερεύς εἰς τό διηνεκές»,
δηλαδή γιά πάντα (Ἑβρ. ζ' 3).
Ὁ Ἀβραάμ ἦταν
ἄνθρωπος τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ. Καί ὅμως, δέν εὐλογεῖ ἐκεῖνος τόν
Μελχισεδέκ, ἀλλά εὐλογεῖται ἀπό αὐτόν (Γέν. ιδ' 19) καί ὁ Ἀβραάμ τοῦ
προσφέρει τό δέκατο ἀπό τά λάφυρα πού εἶχε κυριεύσει (Γέν. ιδ' 20).
Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ Ἀβραάμ, ὁ γενάρχης τοῦ ἱερατικοῦ γένους κατά τήν
τάξη τοῦ Ἀαρών, ἀναγνωρίζει τή μοναδικότητα τῆς ἱερωσύνης τοῦ Μελχισεδέκ
(Δεύτ. Ἰδ' 22-23)· «ἀναντιρρήτως τό μικρότερον
εὐλογεῖται ἀπό τό μεγαλύτερον» (Ἑβρ. ζ' 7).
Ὅπως ὁ Μελχισεδέκ,
ἔτσι καί ὁ Χριστός, δέν ἦταν ἱερέας κατά τήν τάξη τοῦ Ἀαρών δέν καταγόταν
ἀπό τή φυλή τοῦ Λευΐ. «Ἀνῆκε σέ ἄλλη
φυλή, ἀπό τήν ὁποία δέν ἔχει κανένας ὑπηρετήσει τό θυσιαστήριο, γιατί
εἶναι φανερό πώς ὁ Κύριός μας προῆλθε ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα, στήν ὁποία
ὁ Μωυσῆς δέν εἶπε τίποτα γιά ἱερωσύνη» (Ἑβρ. ζ' 13-14). Δέν μπορεῖ
λοιπόν νά συγκαταλεχθεῖ μεταξύ τῶν ἱερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· εἶναι
ἱερέας ἄλλης, «κρείττονος», δηλαδή
ἀνώτερης Διαθήκης (Ἑβρ. η' 22).
γ) Μοναδικός ἱερέας
Ὑπάρχει βασική
διαφορά ἀνάμεσα στήν ἱερωσύνη τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης,
δηλαδή τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό διασαφηνίζει ἡ πρός Ἑβραίους
ἐπιστολή:
«Καί ἐκεῖνοι μέν ἀπό τούς ἱερεῖς ἦσαν πολλοί, διότι ἕνεκα τοῦ
θανάτου δέν ἦτο δυνατόν νά παραμένουν ἱερεῖς, ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἐπειδή
παραμένει αἰωνίως ἔχει ἀμεταβίβαστον τήν ἱερωσύνην. Δία τοῦτο
καί δύναται νά σῴζη διά παντός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι προσέρχονται δί’ αὐτοῦ
εἰς τόν Θεόν, διότι ζῆ πάντοτε διά νά μεσιτεύη ὑπέρ αὐτῶν. Τέτοιος
ἀρχιερεύς πραγματικῶς μᾶς ἔπρεπε, ἅγιος, ἄκακος, ἀμόλυντος, χωρισμένος
ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί ὑψωμένος τώρα ἐπάνω ἀπό τούς οὐρανούς, ὁ ὁποῖος
δέν ἔχει ἀνάγκην, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς, νά προσφέρει θυσίας κάθε ἡμέραν,
κατά πρῶτον διά τάς ἰδικάς του ἁμαρτίας καί ἔπειτα διά τάς ἁμαρτίας
τοῦ λαοῦ× αὐτό τό ἔκαμε ἅπαξ διά παντός, ὅταν προσέφερε τόν
ἑαυτόν του» (Ἑβρ. ζ' 23-27).
«Ἀλλ’ ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός ὡς ἀρχιερεύς τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν,
ἐμπῆκε διά τῆς μεγαλυτέρας καί τελειοτέρας σκηνῆς, ἡ ὁποία εἶναι
ἀχειροποίητη, δέν εἶναι δηλαδή ἀπό τόν κόσμον τοῦτον× ἐμπῆκε εἰς τά ἅγια τῶν ἁγίων,
ὄχι μέ αἷμα τράγων καί μόσχων, ἀλλά μέ τό δικό του αἷμα καί ἐξησφάλισε
αἰώνιαν λύτρωσιν... δία τοῦ αἰωνίου Πνεύματος προσέφερε τόν ἑαυτόν
του ἄμωμον θυσίαν εἰς τόν Θεόν», μέ ἀποτέλεσμα
«νά καθαρίσει τήν συνείδησιν ἀπό
νεκρά ἔργα, ὥστε νά λατρεύωμεν τόν ζῶντα Θεόν» (Ἑβρ. θ' 11-14,
πρβλ. Ἰεζ. λδ' 15-24, λζ' 24).
Τό αἷμα ζῴων στήν
Παλαιά Διαθήκη ἦταν σύμβολο τῆς ἐξιλεωτικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καί
προτύπωσή της (Λευϊτ. ιζ'11. Ἑβρ. θ'22,ι'4, 18-22. Α' Πετρ. α' 19).
Γι' αὐτό καί ἀπεδίδετο σεβασμός στό αἷμα (Γέν. θ'4). Ὁ σεβασμός αὐτός
διατηρήθηκε, ἐπειδή ὑπῆρχε κίνδυνος σκανδάλου.
Στήν Καινή Διαθήκη
δέν ὑπάρχει πλέον ἀνάγκη προσφορᾶς θυσίας ζῴων. Ἡ προσφορά τοῦ μοναδικοῦ
ἱερέα, εἶναι τό τίμιο Σῶμα Του. Μέ αὐτή τήν προσφορά εἴμαστε «ἅπαξ διά παντός» ἁγιασμένοι, λέγει
ὁ ἀπόστολος (Ἑβρ. ι΄ 5-14) ἀναφερόμενος στόν Ψαλμό λθ' 7-9: «Σύ δέν ἠθέλησες θυσία καί προσφορά, ἀλλά
μου ἑτοίμασες σῶμα× ὁλοκαυτώματα καί θυσίες διί’ ἁμαρτίες δέν ἐζήτησες.
Τότε εἶπα× Ἰδού ἦλθα, ὅπως εἶναι γραμμένο δι’ ἐμέ στόν κύλινδρο
τοῦ βιβλίου, διά νά κάμω τό θέλημά Σου».
Αὐτό τό σῶμα πού
προσέλαβε ὁ Χριστός γιά χάρη μας συνάντησε τό θάνατο καί τόν συνέτριψε,
γιά νά ἀνοίξει σέ μᾶς ἕνα νέο δρόμο, πού νά μή ὁδήγει πλέον στό ἀδιέξοδο.
Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει:
«Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς δίδει θάρρος
νά εἰσελθωμεν εἰς τά Ἅγια τῶν Ἅγιων ἀπό ἕναν νέον καί ζωντανόν δρόμον,
τόν ὁποῖον μᾶς ἐνεκαινίασε διά τοῦ καταπετάσματος, δηλαδή διά τῆς
σαρκός του, καί ἀφοῦ ἐχομεν ἱερέα μέγαν ἐπί κεφαλῆς τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ,
ἄς προσερχώμεθα μέ εἰλικρινῆ καρδίαν, μέ πλήρη βεβαιότητα, μέ καρδίας
καθαρισμένας ἀπό τήν κακήν συνείδησιν καί τό σῶμα μας πλυμένον μέ
νερό καθαρόν... νά μή ἀμελῶμεν τάς συναθροίσεις μας (τή θεία λειτουργία),
καθώς συνηθίζουν νά κάμνουν μερικοί, ἀλλ’ ἄς ἐνθαρρύνωμε ὁ ἕνας τόν
ἄλλο καί τοσούτω μᾶλλον καθ’ ὅσον βλέπετε νά πλησιάζη ἡ Ἡμέρα» (Ἑβρ. Γ 19-25).
Ἕνας λοιπόν καί
μοναδικός ἱερέας ὑπάρχει στήν Καινή Διαθήκη, ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος
εἶναι παρών στή χριστιανική σύναξη, ἀκόμη καί ἄν ἀποτελεῖται ἀπό
«δύο ἤ τρεῖς» (Ματθ. ιη΄ 20). Τό ἴδιο
συμβαίνει καί ὅταν κηρύττεται τό εὐαγγέλιο, ὅταν ἑνώνονται οἱ πιστοί
στά ἔργα τῆς ἀγάπης καί ζοῦν τόν ἀδελφικό σύνδεσμο. Ἐκεῖνος εἶναι
πάντοτε παρών (Μάτθ. κη' 20) εἶναι «ὁ
προσφέρων καί προσφερόμενος», Ἐκεῖνος πού ἐνεργεῖ «τά πάντα ἐν πᾶσι» (Κολ. γ' 11. Β' Κορ.
ιγ' 3).
δ) Ὁ «ἄρτος ὁ ζῶν»
Πολλά γεγονότα
στήν Παλαιά Διαθήκη προτυπώνουν τήν πνευματική τράπεζα τῆς Καινῆς
Διαθήκης. Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει: «Οἱ πατέρες μας ὅλοι ἔφαγον τήν ἴδιαν πνευματικήν τροφήν καί ἔπιον
τό ἴδιον πνευματικόν ποτόν. Διότι ἔπινον ἀπό τήν πνευματικήν πέτραν,
ἡ ὁποία τούς ἠκολούθει, ἡ δέ πέτρα ἦτο ὁ Χριστός» (Α' Κόρ. ι' 1-5,
πρβλ. Ἐξοδ. ιστ' 4).
Ὁ Χριστός λοιπόν
ἀκολουθοῦσε τόν λαό, πού πορευόταν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μέσα ἀπό
τήν ἔρημο. Ἐκεῖνος πρόσφερε τό Μάννα, γιά νά χορτάσει ὁ λαός καί τό νερό,
γιά νά σβήσει τή δίψα του. Αὐτή τήν ἀλήθεια βεβαιώνει ὁ ἴδιος:
«Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, δέν σᾶς ἔδωκε ὁ Μωυσῆς τόν ἄρτο τόν
ἀληθινό ἀπό τόν οὐρανό, ἀλλά ὁ Πατέρας μου σᾶς δίδει τόν ἄρτο τόν ἀληθινό
ἀπό τόν οὐρανό. Διότι ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού κατεβαίνει
ἀπό τόν οὐρανό καί δίδει ζωή στόν κόσμο».
Τότε τοῦ εἶπαν:
«Κύριε, δῶσε μας πάντοτε αὐτόν τόν ἄρτο»·
καί ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπάντησε:
«Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος πού ἔρχεται πρός ἐμέ δέν
θά πεινάσει καί ἐκεῖνος πού πιστεύει σ’ ἐμέ δέ θά διψάσει ποτέ... Ἐγώ
εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τό Μάννα στήν ἔρημο καί
ἀπέθαναν. Αὐτός εἶναι ὁ ἄρτος πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, διά νά
φάγει ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτόν καί νά μή πεθάνει. Ἔγω εἶμαι ὁ ἄρτος ὁ
ζῶν, πού κατῆλθε ἀπό τόν οὐρανό. Ἐάν φάγει κανείς ἀπό αὐτό τόν ἄρτο,
θά ζήσει αἰώνια. Ὁ ἄρτος δέ πού ἐγώ θά δώσω εἶναι ἡ σάρκα μου, τήν ὁποία
θά δώσω ὑπέρ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου».
Τέτοια λόγια δέν
μπόρεσαν νά τά ἀντέξουν οἱ Ἰουδαῖοι. Γι’ αὐτό φιλονικοῦσαν καί ἔλεγαν: «Πῶς
μπορεῖ αὐτός νά μᾶς δώσει νά φᾶμε τή σάρκα του;». Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ἐξήγησε:
«Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐάν δέν φάγετε τή σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ
ἀνθρώπου καί δέν πίετε τό αἷμα του, δέν ἔχετε ζωή μέσα σας. Ἐκεῖνος πού
τρώγει τή σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου ἔχει ζωή αἰώνιο καί ἐγώ θά
τόν ἀναστήσω τήν ἔσχατη ἡμέρα. Διότι ἡ σάρκα μου εἶναι ἀληθινή
τροφή καί τό αἷμα μου ἀληθινό ποτό. Ἐκεῖνος πού τρώγει τή σάρκα μου
καί πίνει τό αἷμα μου, “ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ”. Καθώς μέ ἔστειλε ὁ
ζῶν Πατήρ καί ἐγώ ζῶ διά τόν Πατέρα, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί αὐτός πού
μέ τρώγει θά ζήσει δι’ ἐμέ. Αὐτός εἶναι ὁ ἄρτος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανόν,
ὄχι ὅπως τό Μάννα πού ἔφαγαν οἱ πατέρες σας καί ἀπέθαναν. Ἐκεῖνος πού
τρώγει αὐτόν τόν ἄρτο θά ζήσει αἰώνια».
Ὅλα αὐτά τά εἶπε
ὁ Χριστός στή Συναγωγή, ὅταν δίδασκε στήν Καπερναούμ. Ἦταν λόγια
σκληρά, ἀκόμη καί γιά τούς μαθητές: «Πολλοί
ἀπό τούς μαθητές Του, ὅταν τά ἄκουσαν εἶπαν: Εἶναι σκληρός ὁ λόγος αὐτός·
ποιός μπορεῖ νά τόν ἀκούει;». Ὁ Χριστός εἶδε πώς οἱ μαθητές τοῦ γογγύζουν
καί τούς εἶπε:
«Αὐτό σας κλονίζει;... Τό Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού δίνει ζωή,
ἡ σάρκα δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε. Τά λόγια πού σᾶς μιλῶ, εἶναι πνεῦμα καί ζωή.
Καί ὅμως ὑπάρχουν μερικοί ἀπό σᾶς πού δέν πιστεύουν» (Ἰω. στ' 32-64).
Ὁ «ἄρτος ὁ ζῶν» εἶναι λοιπόν ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός, τό ἅγιο Σῶμα καί τό τίμιο Αἷμα Του. Αὐτός πρόσφερε τόν ἑαυτό
Του θυσία παντοτεινή γιά χάρη μας, ὥστε νά μπορεῖ νά μᾶς τρέφει μέ τό ἴδιο
Του τό Σῶμα καί μέ τό Αἷμα Του, ὅπως μία μητέρα τρέφει τά ἀγαπητά της
παιδιά μέ τό γάλα της. Αὐτή ἡ οὐράνια τροφή δέν ἦταν μόνο γιά μία ἐποχή,
ἀλλά ὁ Κύριος συνεχίζει νά τήν προσφέρει στούς πιστούς διά μέσου τῶν αἰώνων.
Ἐδῶ δέν πρόκειται
γιά τήν προσφορά νεκροῦ σώματος, δηλαδή γιά νεκρές σάρκες, ὅπως νόμισαν
οἱ γογγυστές. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός τούς λέγει πώς οἱ νεκρές σάρκες, χωρίς
νά ἔχουν μέσα τους τό Πνεῦμα, δέν ὠφελοῦν σέ τίποτε. Ὅμως ὁ ἄρτος πού
ὁ Χριστός προσφέρει ἔχει μέσα του τό Πνεῦμα πού τόν ζωοποιεῖ καί τόν καθιστᾶ
πηγή αἰώνιας ζωῆς. Πρόκειται γιά τό ἀνεστημένο καί ἄφθαρτο Σῶμα τοῦ
Κυρίου, ὄχι γιά ἐκεῖνο πού εἶχε πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση. Ὄχι γιά τό Σῶμα
σέ νεκρή κατάσταση, ἀλλά γιά τό θεώμενο Σῶμα Του. Σέ αὐτό τό Σῶμα μεταβάλλεται
ὁ πιστός κατά τή θεία κοινωνία, ὄχι σέ σῶμα νεκρό, πού δέν θά τόν ὠφελοῦσε
σέ τίποτε!
ε) Ἡ ἱερωσύνη καί ἡ θυσία στήν Ἐκκλησία
Ἀνάμεσα στό νέο
λαό τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχουν διαφορές· ὅλοι εἶναι ἰσάξια μέλη καί ὅλοι
μαζί ἀποτελοῦν «ἕνα ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ» (Γαλ. γ' 28. Α' Κορ. ιβ' 13. Κολ. γ' 11).
Ὅμως μέσα στό ἕνα
σῶμα ὑπάρχει διαχωρισμός ὡς πρός τή διακονία τοῦ καθενός μέλους στό
κοινό σῶμα. Πρόκειται γιά λειτουργικό διαχωρισμό τῶν διαφόρων χαρισμάτων,
πού ἐνισχύει ἀκόμη περισσότερο τήν ἐνότητα τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ
σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τή διάκριση τῶν διακονιῶν καί ταυτόχρονα τήν
ἑνότητα τοῦ ἑνός σώματος ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος:
«Ὑπάρχουν βέβαια ποικιλίαι χαρισμάτων, ἀλλά τό Πνεῦμα εἶναι
τό ἴδιο. Ὑπάρχουν καί ποικιλίαι διακονιῶν, ἀλλά ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἴδιος× ὑπάρχουν καί διαφορά ἤδη
ἐνεργειῶν, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος, πού τά ἐνεργεῖ ὅλα γιά ὅλους.
Στόν καθένα δίδεται ἡ φανέρωση τοῦ Πνεύματος διά κάποιο σκοπό» (Α' Κόρ. ιβ' 4-7).
Ἀνάμεσα σ’ αὐτές
τίς διακονίες εἶναι καί τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, πού ὅμως δέν εἶναι
ἀνεξάρτητο ἀπό τή μία καί ἀνεπανάληπτη ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ.
Τήν ὕπαρξη ἱερέων
στήν Καινή Διαθήκη προαναγγέλλει ἤδη ὁ προφήτης Ἡσαΐας: «καί ἀπ’ αὐτῶν λήψομαι ἐμοί ἱερεῖς
Λευΐτας, εἶπε Κύριος (Ἔσ. ξστ' 21). Αὐτοί
οἱ χριστιανοί ἱερεῖς θά ἐκαλοῦντο πλέον νά ἱερουργοῦν στό χριστιανικό
θυσιαστήριο καί ὄχι στήν Ἰουδαϊκή σκηνή» (Ἑβρ. ιγ' 10, πρβλ. Α'
Κόρ. ι' 16-21).
Τό γεγονός ὅτι
ἡ χριστιανική παράδοση δέν γνωρίζει «ἱέρειες», δέν συνιστᾶ ὑποτίμηση
τῆς γυναίκας. Ὅλοι ὅσοι προσλαμβάνονται μέ τό βάπτισμα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
γίνονται «εἷς ἐν Χριστῷ» καί παύει
κάθε ἀξιολογίκη διάκριση ἀνάμεσα στά δύο φύλα (Γαλ. β' 27-28).
Ἡ ἱερωσύνη δέν
εἶναι δικαίωμα ἀλλά δωρεά τοῦ Θεοῦ καί κανένας δέν ἐπιτρέπεται νά
ζητήσει ἀπό τό Θεό «ἐξηγήσεις». Ἡ δωρεά αὐτή (Χάρισμα) δίδεται γιά
ἕνα σκοπό, γιά τήν οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας καί κανένας δέν μπορεῖ νά ἀντλήσει
ἀπό αὐτό «δικαιώματα», γιατί κατ’ αὐτό τόν τρόπο ἰδιοποιεῖται τό
δῶρο τοῦ Θεοῦ καί ἀντιστρέφει τό νόημά του.
Τήν οἰκοδομή τῆς
Ἐκκλησίας ὑπηρετοῦν ὅλα τά χαρίσματα πού δίδονται καί στίς γυναῖκες.
Ἄν ἀξιόλογήσουμε τήν ἀγάπη μέ βάση τήν ἁγία Γραφή (Α' Κορ. ιβ' 31)
καί παραδεχθοῦμε πώς συγκαταλέγεται στά «χαρίσματα τά κρείττονα», τότε πρέπει νά ποῦμε πώς οἱ γυναῖκες
ὑπερτεροῦν σέ σχέση μέ τούς ἄνδρες.
Ὁ Θεός δέν ἐτίμησε
κανένα ἄνδρα μέ τήν τιμή πού πρόσφερε σέ μία γυναῖκα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
χαρακτηρίζει αὐτή τή γυναῖκα Παναγία καί τήν ὑψώνει σέ τιμή πάνω
ἀπό ὅλους τούς ἁγίους καί πάνω ἀπό ὅλους τούς ἀγγέλους. Πῶς μποροῦμε
νά ποῦμε πῶς ἡ Ὀρθοδοξία ὑποτιμᾶ τή γυναῖκα ἐπειδή δέν ἐπιτρέπει
τήν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν;
Καί ἐκτός ἀπό
αὐτό: Καμμία ὀρθόδοξη χριστιανή πού εἶναι συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας
δέν ἔχει τέτοιο πρόβλημα. Κάποιοι ἐπιχειροῦν νά μᾶς μεταφέρουν ἐδῶ
τή δική τους προβληματική, πού εἶναι ἐντελῶς ἔξω ἀπό τό δικό μας φρόνημα
καί ἀπό τήν προαίρεση τῶν συνειδητῶν ὀρθοδόξων γυναικών.
Ἡ θυσία πού τελεῖται
στό χριστιανικό θυσιαστήριο δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τή θυσία τοῦ
μόνου ἱερέως Χριστοῦ, πού προσφέρθηκε «ἅπαξ» στό Γολγοθά. Ἡ τέλεση τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου ἀποτελεῖ
βέβαια καί ἀνάμνηση, ὅπως καί διακήρυξη τῆς μοναδικῆς θυσίας τοῦ
Κυρίου (Λουκ. κβ' 19. Α' Κορ. ια' 26). Ἀλλά δέν ἑξαντλεῖται ὅλη ἡ σημασία
του στήν ἀνάμνηση. Κατά τό ἱερό μυστήριο γίνεται πραγματική μεταβολή
τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅπως ὑπογραμμίζει
ὁ ἀπόστολος:
«Τό ποτήριον τῆς εὐλογίας, τό ὁποῖον εὐλογοῦμεν, δέν εἶναι
κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Ὁ ἄρτος τόν ὁποῖον κόπτομεν, δέν εἶναι
κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Ἐπειδή ἕνας εἶναι ὁ ἄρτος, καί ἡμεῖς
οἱ πολλοί εἴμεθα ἕνα σῶμα, διότι ὅλοι ἀπό τόν ἕνα ἄρτον μετέχομεν» (Α' Κορ. ι΄ 16-17). Ἔτσι ἡ θυσία πού προσφέρεται στό χριστιανικό
θυσιαστήριο δέν εἶναι «ἄλλη», καί «ἄλλη» ἐκείνη στό Γολγοθά!
Ὁ Χριστός, ὡς μοναδικός
Ἀρχιερέας, πρόσφερε τή μοναδική Του θυσία «ἐφάπαξ» (Ἑβρ. ζ' 27) ὑπέρ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ
γεγονότος, μέ τρόπο μυστηριακό, ἀποτελεῖ μετοχή τό Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ,
στό ὁποῖο ὁ ἄρτος μεταβλήθηκε σέ Σῶμα καί ὁ οἶνος σέ Αἷμα τοῦ Κυρίου
(Ματθ. κστ' 26-28. Μάρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 19-20). Τό ἴδιο Δεῖπνο (τή θεία
εὐχαριστία) ἔπρεπε νά τελοῦν καί οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. κβ', Α
Κορ. ια' 24-25).
Ἔτσι μένει ἡ θυσία
τοῦ Χριστοῦ μοναδική, ἐνῷ ταυτόχρονα ἐξασφαλίζεται καί ἡ δική μας
σωτηρία, μέ τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ (Ἰω.
στ' 48-69). Τό ἴδιο παρατηροῦμε καί γιά τήν ἱερωσύνη. Μένει μοναδική
καί «ἀμετάθετη» ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας
δέν ἔχουν δική τους ἱερωσύνη× εἶναι «ὑπηρέτες Χριστοῦ καί οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ» (Α' Κορ.
δ' 1).
Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος
ἔδωσε στούς μαθητές Του τή δύναμη νά συγχωροῦν ἤ νά κρατοῦν τίς ἁμαρτίες
τῶν ἀνθρώπων (Ματθ. ιη' 18. Ἰω. κ' 21-23), δικαίωμα πού κατά τήν ἀντίληψη
τῶν γραμματέων εἶχε μόνο ὁ Θεός. Καί ἐπειδή δέν ἀνεγνώριζαν τή Θεότητα
τοῦ Χριστοῦ, ὑποστήριζαν πώς βλασφημοῦσε (Ματθ. θ' 3. Μάρκ. β' 7). Αὐτή
τήν ἐξουσία οἱ μαθητές δέν τήν εἶχαν ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἱερωσύνη
τοῦ Χριστοῦ× τήν ἔλαβαν σάν «οἰκονόμοι μυστηρίων
Θεοῦ».
Ὅπως ὁ κάθε χριστιανός,
μέ τό ἱερό βάπτισμα καί τή συμμετοχή του στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας γίνεται
μέτοχος τῆς ἁγιότητας τοῦ Χριστοῦ καί δέν ἔχει δική του ἁγιότητα, ἔτσι
καί οἱ ἱερεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, μέ τή χειροτονία τους μετέχουν τῆς
ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παρουσία τους στίς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἐγγύηση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στήν Ἐκκλησία.
Οἱ ἀπόστολοι καί
οἱ διάδοχοί τους γίνονται ὁρατές εἰκόνες τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ
μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἐξασφαλίζουν τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ ἀποστολική ἐξουσία δέν εἶναι ἀτομική τῶν ἀνθρώπων πού ἐκλήθηκαν
ἀπό τόν Χριστό νά γίνουν ὄργανα τῆς χάρης Του, ἀλλά ἐξουσία λειτουργική,
πού σχετίζεται ἐσωτερικά μέ τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι «ὁλόκληρος ὁ Χριστός», ἡ Κεφαλή
καί τό Σῶμα. Ὁ Χριστός ἀποστέλλει τούς μαθητές Του ὅπως ἀπέστειλε τόν
ἴδιο ὁ Πατήρ, καί τούς βεβαιώνει πώς ὅποιος τούς δέχεται καί τούς ἀκούει,
δέχεται καί ἀκούει Αὐτόν τόν ἴδιο (Ἰω. κ' 21, ιγ' Μάτθ. ι' 40. Λουκ. ι'
16).
Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ
δέν εἶχαν ἀμφιβολία πώς ὁ Κύριος εἶναι «ὁ ἐνεργῶν τά πάντα ἐν πᾶσι» (Α' Κόρ. ιβ' 6)× Ἐκεῖνος συγχωρεῖ
ἁμαρτίες. Οἱ ἱερεῖς εἶναι τά ὄργανα, οἱ «οἰκονόμοι τῆς χάριτος». Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης
ἀναφέρει: «Ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας μας. Αὐτός (ὁ Χριστός) εἶναι
ἀξιόπιστος καί δίκαιος, ὥστε νά μᾶς συγχώρηση τάς ἁμαρτίας καί νά
μᾶς καθαρίση ἀπό κάθε ἀδικίαν» (Α' Ἰω. α' 9, πρβλ. Παροιμ. κη' 13).
Ὄχι μόνο κατά τήν
τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων, ἀλλά καί στό κήρυγμα οἱ ἀπόστολοι ἦσαν
ὄργανα τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶχαν δικό τους λόγο, ἀλλά ἐκήρυτταν τό λόγο
τοῦ Χριστοῦ× ἦσαν «στόμα Χριστοῦ» (πρβλ. Ματθ. ι' 40. κη' 20) καί κήρυτταν ὅσα
τούς ἐδίδασκε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο (Α' Κόρ. β' 13, πρβλ. Πράξ. ιε' 28). Δέν ἦταν
δίκη τους ἡ ἐξουσία, ἀλλά τοῦ Χριστοῦ, καί γι’ αὐτό ὅλα τά ἔκαναν στό
ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (Α' Ἰω. α' 9. Κολ. γ' 17. Α' Κορ. β' 16)· εἶχαν ἀληθινό
προφητικό χάρισμα, δέν ἦσαν ψευδοπροφῆτες! (Δευτερ. ιη' 20).
στ) Ὁ ἐπίσκοπος
Οἱ ἀπόστολοι
εἶχαν συναίσθηση τῆς διαδοχῆς τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος, τῆς λεγόμενης
«ἐπισκοπῆς» (Πράξ. α' 20. Α' Τίμ.
γ' 1), ἡ ὁποία δέν διακόπηκε μετά τό θάνατο τῶν ἀποστόλων. Ἤδη στήν
ἀποστολική ἐποχή ὑπῆρχαν εἰδικοί ἀπεσταλμένοι τῶν ἀποστόλων,
στούς ὁποίους δόθηκε ἡ χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ χειροτονία, καί ἐξουσιοδοτήθηκαν
νά χειροτονήσουν καί ἄλλους, ὥστε νά μεταδώσουν τό χάρισμα πού ἔλαβαν
(Α' Τίμ. α' 3,δ' 9- 16. Β' Τιμ. α' 6, δ' 9-10. Τιτ. α' 5, γ' 12).
Στήν μεταποστολική
Ἐκκλησία τή θέση τῶν ἀποστόλων ἔλαβαν οἱ ἐπίσκοποι. Ἤδη ὁ προφήτης
Ἠσαΐας προαναγγέλλει:
«Καί δώσω τούς ἄρχοντάς σου ἐν εἰρήνῃ καί τούς ἐπισκόπους σου ἐν
δικαιοσύνῃ. Καί οὐκ ἀκουσθήσεται ἔτι ἀδικία ἐν τή γῆ σου, οὐδέ σύντριμμα
οὐδέ ταλαιπωρία ἐν τοῖς ὀρίοις σου»· θά δώσω εἰς
ἐσέ ἄρχοντες, πού θά καθοδηγοῦν μέ εἰρήνη καί τούς ἐπισκόπους σου
πού θά κρίνουν μέ δικαιοσύνη. Δέν θά ἀκουσθεῖ πλέον ἀδικία οὔτε ἄλλη
συμφορά μέσα στά ὅρια σου (Ἡσ. ξ' 17-18).
Αὐτό τό χωρίο
ἐπικαλεῖται ὁ Κλήμης, ἐπίσκοπος Ρώμης, πού ἔγραψε στήν Ἐκκλησία
τῆς Κορίνθου κατά τά τέλη τοῦ πρώτου αἰώνα× τό ἀναφέρει στούς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναμφίβολα ὁ προφήτης
μιλάει ἐδῶ γιά τή δόξα τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ, τῆς Ἐκκλησίας, πού θά γίνει
«ἀγαλλίασις αἰώνιος, εὐφροσύνη
γενεῶν γενεαῖς» (Ἡσ. ξ' 15).
Ὁ Κλήμης ὑπογραμμίζει
πώς οἱ ἀπόστολοι κήρυξαν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, βάπτισαν τά νέα μέλη
τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπροχώρησαν στήν ὀργάνωση τοπικῶν Ἐκκλησιῶν,
μέ τήν ἐγκατάσταση «ἐπισκόπων καί διακόνων».
«Καί τοῦτο οὐ καινῶς», συνεχίζει, «διότι
ἀπό πολλά ἔτη εἶχε γραφῆ περί τῶν ἐπισκόπων καί διακόνων... καταστήσω
τούς ἐπισκόπους αὐτῶν ἐν δικαιοσύνῃ, καί τούς διακόνους αὐτῶν ἐν πίστει».
Λίγα χρόνια ἀργότερα
ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος γράφει ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἵστανται «εἰς τόπον Θεοῦ» καί περιβάλλονται
ἀπό τούς πρεσβύτερους, πού ὀνομάζονται «συνέδριον Θεοῦ» καί βρίσκονται «εἰς τόπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων». Ἔτσι ἑρμηνεύεται καί
ἡ προτροπή: «Τῷ ἐπισκόπῳ προσέχετε
καί τῷ πρεσβυτερίῳ καί διακόνοις... μιμηταί γίνεσθε Ἰησοῦ Χριστοῦ,
ὡς καί αὐτός τοῦ Πατρός αὐτοῦ».
Ἡ ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου
ἦταν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποφάσεις τους γιά τά
ἐκκλησιαστικά θέματα δέν ἦσαν δικές τους, ἀλλά τοῦ Θεοῦ (Α' Κορ. β'
16. Πράξ. ιε' 28) καί ὄφειλαν νά βρίσκονται «ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος× νά μή ἐπιβάλουν
δικές τους ἀνθρώπινες ἀπόψεις. Ἔπρεπε νά φανερώνουν τή γνώμη τοῦ Χριστοῦ.
Στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
ὁ ἐπίσκοπος δέν ἐκφράζει μόνο τή γνώμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν παρουσία
τοῦ ἀόρατου, μοναδικοῦ ἀρχιερέα καί ἐπισκόπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελεῖ
ἐγγύηση τῆς παρουσίας αὐτῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στά
ἱερά μυστήρια, καί τῆς χαρισματικῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό στήν ὀρθόδοξη ὁμολογία τοῦ Δοσιθέου ἀναφέρεται
πώς χωρίς τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, δέν εἶναι δυνατό «μήτε Ἐκκλησίαν,
μήτε Χριστιανόν τινά ἤ εἶναι ἤ ὅλως λέγεσθαι».
Συνέπεια αὐτοῦ
εἶναι οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰγνάτιου:
«ὅπου ἄν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καί τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ Χριστός,
ἐκεῖ ἡ καθολική Ἐκκλησία». Γιά τή θεία εὐχαριστία ὁ ἴδιος ἅγιος
ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας λέγει ὅτι βεβαία καί ἐγγυημένη εἶναι ἐκείνη
ἡ θεία εὐχαριστία, τήν ὁποία τελεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἤ ἐκεῖνος πού ἔχει
ἐξουσιοδοτηθεῖ ἀπό ἐκεῖνον, κάποιος δηλαδή πρεσβύτερος, πού ἀνήκει
στό «πρεσβυτέριον» τοῦ ἐπισκόπου, πού ὀνομάζεται ἀπό τόν Ἰγνάτιο «ἀξιόπλοκος
πνευματικός στέφανος».
ζ) Ὄχι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία
«Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ ἐπισκόπῳ», λέγει ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Κυπριανός καί γράφει στόν κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας
του, ὅτι δέν ἐπιχειρεῖ νά κάμει τίποτε χωρίς τή συμβουλή τους, οὔτε
χωρίς τή συμφωνία τοῦ λαοῦ. Αὐτό θυμίζει τήν ἀποστολική Ἐκκλησία,
στήν ὁποία ἡ καρδία τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν ἦταν μία (Πράξ. δ' 32).
Ὁ ἐπίσκοπος νοεῖται
πάντοτε σέ σχέση μέ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα σέ σχέση μέ
τήν Κεφαλή, δηλαδή μέ τόν Χριστό: «ἐν
Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ»! (Ἰγνάτιος, πρβλ. Α' Κόρ. β' 16. Πράξ. ιε' 28).
Ὁποιαδήποτε
λοιπόν καί ἄν εἶναι τά προνόμια τοῦ ἐπισκόπου, δέν τοποθετεῖται ὑπεράνω
τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού μαζί μέ τόν Χριστό
συνιστᾶ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Μεταξύ του Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Κεφαλή,
καί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ δέν παρεμβάλλεται τίποτα× «πρόβατα καί
ποιμένες πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσίν διάκρισιν, πρός δέ τόν Χριστόν πάντες
πρόβατα. Καί γάρ οἱ ποιμένες καί οἱ ποιμενόμενοι ὑφ’ ἑνός τοῦ ἄνω
ποιμένος ποιμένονται».
Ἡ αὐθεντία τοῦ
ἐπισκόπου εἶναι αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ διακονία του διακονία
τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ κανείς νά διασπάσει τήν ὀργανική ἑνότητα
ἀνάμεσα στόν ἐπίσκοπο καί στό λαό× «Ἄνευ ἐπισκόπου δέν θά ὑπῆρχαν
ὀρθόδοξοι πιστοί× ἀλλά καί ἄνευ ὀρθοδόξων πιστῶν δέν δύναται νά ὑπάρξει
ἐπίσκοπος», ἀναφέρει σύγχρονος θεολόγος.
«Μηδέν ἄνευ γνώμης σου γινέσθω», γράφει ὁ
ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος στόν ἐπίσκοπο Σμύρνης. Ὅμως αὐτό εἶναι ἡ
μία πλευρά. Γι’ αὐτό συνεχίζει: «μηδέ
σύ ἄνευ Θεοῦ τι πρᾶσσε»!
«Καί σύ, υἱέ ἀνθρώπου, σκοπόν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ, καί ἀκούσῃ
ἐκ τοῦ στόματός μου λόγον», καί σέ ὦ υἱέ ἀνθρώπου,
σέ ἔχω ἐγκαταστήσει φρουρόν στόν ἰσραηλιτικό λαό, γιά νά ἀκούσεις
ἀπό τό δικό μου στόμα λόγο, λέγει ὁ Θεός στόν προφήτη Ἰεζεκιήλ καί αὐτό
ἰσχύει καί γιά τόν ἐπίσκοπο (Ἰεζ. λγ' 7, πρβλ. Δευτερ. ιη' 20).
η) Πάντων διάκονος
Ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται
νά εἶναι ἄνθρωπος ἀγάπης, ὑπηρέτης ὅλων, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ
(Ματθ. κ' 26-28, κγ' 11. Μάρκ. θ' 35, Γ 43-44. Λουκ. κβ' 27).
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
γίνεται κατηγορηματικός: «Ἐάν
λοιπόν ἐγώ, ὁ Κύριος καί Διδάσκαλος, ἔπλυνα τά πόδια σας καί σεῖς ὀφείλετε
νά πλένετε τά πόδια ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Παράδειγμα σᾶς ἔδωσα, διά νά κάνετε
καί σεῖς καθώς σᾶς ἔκαμα ἐγώ» (Ἰω. ιγ' 14-15).
Στή διακονία του
ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται νά γίνει δοῦλος πάντων «διά Ἰησοῦ» (Β' Κορ. δ 5). Ἄν καί εἶναι ἐλεύθερος ἔναντι ὅλων,
ὀφείλει νά δουλώσει τόν ἑαυτό του σέ ὅλους γιά νά κερδίσει τούς περισσότερους·
νά γίνει «εἰς πάντας τά πάντα, ὥστε διά
παντός τρόπου νά σώσει μερικούς» (Α' Κόρ. θ' 19-22).
Καλεῖται πάντοτε
νά παίρνει τή θέση τοῦ ἀδυνάτου, τοῦ ἀνθρώπου πού ὑποφέρει καί νά γίνει
γι’ αὐτόν πατέρας. Τό ὅπλο του καί ἡ δύναμή του δέν παρομοιάζεται μέ
τήν ἰσχύ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου. Καλεῖται νά ἐπιβάλλεται μέ
τήν ἀγάπη, τήν πειθώ καί τό μαρτύριο. Αὐτό ὑπογραμμίζεται στήν ἁγία
Γραφή.
«Ποιμάνατε τό ποίμνιο τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μεταξύ σας, ὄχι ἀναγκαστικῶς
ἀλλά θεληματικῶς, οὔτε μέ αἰσχροκερδῆ τρόπον, ἀλλά μέ προθυμίαν, οὔτε
ὡς νά ἔχετε κυριαρχικήν ἐξουσίαν ἐπί ἐκείνων τούς ὁποίους σᾶς ἔλαχε
νά ποιμαίνετε («κατακυριεύοντες τῶν κλήρων»), ἀλλά νά δίδετε τό καλόν
παράδειγμα εἰς τό ποίμνιον. Καί ὅταν φανερωθῆ ὁ Ἀρχιποιμήν, τότε θά
λάβετε τό ἀμάραντον στεφάνι τῆς δόξης» (Α' Πετρ. ε' 2-4, πρβλ. Ἰεζ. λδ' 1- 31).
Τό πνεῦμα τῆς θυσίας,
τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι ὁδηγός στόν ἐπίσκοπο, ἐκφράζεται καί στήν
εὐχή τῆς χειροτονίας: «Σύ, Χριστέ,
καί τοῦτον τόν ἀναδειχθέντα οἰκονόμον τῆς Ἀρχιερατικῆς χάριτος, ποίησον
γενέσθαι μιμητήν Σου τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένος, τιθέντα τήν ψυχήν αὐτοῦ
ὑπέρ τῶν προβάτων Σου× ὁδηγόν τῶν τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτήν ὀρφανῶν,
διδάσκαλον νηπίων, φωστῆρα ἐν κόσμῳ... Σόν γάρ ἐστι τό ἐλεεῖν καί σώζειν
ἡμᾶς, ὁ Θεός...»!
θ) Πατέρες καί διδάσκαλοι
Οἱ κληρικοί τῆς
Ἐκκλησίας καλοῦνται νά γίνουν πνευματικοί πατέρες τοῦ ποιμνίου τους.
Οἱ ἀπόστολοι εἶχαν αὐτή τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα
ὅλων ἐκείνων πού ἐπίστευσαν στό κήρυγμά τους καί ἀναγεννήθηκαν ἀπό
τή χάρη τοῦ Θεοῦ (Α' Κόρ. δ' 15. Β' Κορ. στ' 13, Ἰβ' 14. Γαλ. δ' 19. Φιλημ.
10. Γ' Ἰω. 4, πρβλ. Δ' Βασιλ. β' 12, στ’ 21, ἰγ’ 14). Ἀκόμη παραγγέλλουν
στούς πιστούς νά ἀποδίδουν τιμή καί νά ὑποτάσσονται στούς πνευματικούς
ἐργάτες (Α' Κορ. ἰστ' 16. Φιλιπ. β' 29-30. Α' Θεσ. ε' 12-13. Ἑβρ. ιγ' 17).
Ἡ προσφώνηση
λοιπόν «πάτερ» δέν ἐκλαμβάνεται
μέ ἀπόλυτη σημασία, γιατί ἐκεῖνος πού ἀναγεννᾶ εἶναι ὁ Θεός (Ματθ.
κγ' 9). Ὅμως οἱ πνευματικοί ἐργάτες γίνονται συνεργοί σ’ αὐτό τό ἔργο,
ἀφοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ φθάνει στούς ἀνθρώπους μέσῳ αὐτῶν, καί γίνονται
οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν ἴδια ἔννοια
ἐκλαμβάνουμε καί τόν ὅρο «ποιμένας» ἤ «διδάσκαλος». Τά «πρόβατα»
ἀνήκουν στό Χριστό. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ποιμένας καί μοναδικός Διδάσκαλος·
κανείς δέν πρέπει μ’ αὐτή τήν ἀπόλυτη ἔννοια νά ὀνομασθεῖ ποιμένας
ἤ διδάσκαλος (Ματθ. κγ' 8). Ὅμως μεταξύ τῶν χαρισμάτων πού ὁ Θεός διανέμει,
εἶναι καί τό ἀξίωμα τοῦ ποιμένα καί διδασκάλου, «πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. δ' 11-12. Α' Κόρ. ιβ' 27-29).
ι) Ἀποστολική διαδοχή
Ὁ ἐπίσκοπος ἀποτελεῖ
τήν ἐγγύηση γιά τήν διαρκῆ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία. Αὐτό
ὅμως δέν ἐπιτυγχάνεται ἄν ὁ θεσμός τοῦ ἐπισκόπου εἶναι προσωρινός
καί ὄχι μόνιμος. Γνωρίζουμε πώς ὁ Χριστός μένει μαζί μας «μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου» (Ματθ.
κη' 20) καί ἑπομένως παραμένει ποιμένας καί ἐπίσκοπος τῶν δικῶν Του
προβάτων. Αὐτή ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Χριστοῦ κατοχυρώνει καί τή διακονία
ἐκείνων πού ἀποτελοῦν τούς οἰκονόμους τῆς χάρης Του. Ποιό ὅμως εἶναι
τό κριτήριο, ποῦ ἐξασφαλίζει τή συνέχεια τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος,
ὥστε νά ἀποκλείεται κάθε νόθευση στό σημεῖο αὐτό; Εἶναι ἡ ἀποστολική
διαδοχή, ἡ «καταγωγή» δηλαδή τῶν
σημερινῶν ἐπισκοπῶν ἀπό τούς ἀποστόλους μέ βάση τή χειροτονία.
Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ πώς αὐτός εἶναι ὁ σκελετός τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῷ
στήν κορυφή της μένει πάντοτε ὁ Χριστός (πρβλ. Α΄ Τιμ. α' 3, δ' 9-16. Β '
Τιμ. α' 6, δ' 9-10. Τιτ. α ' 5, γ' 10).
Ἡ ἀποστολική
διαδοχή εἶναι τό ὄργανο πού ἐξασφαλιζει τήν ταυτότητα καί τήν ἑνότητα
τοῦ ζῶντος Σώματος τῆς Ἐκκλησίας διά μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτό δέν εἶναι
μεταγενέστερη ἐπινόηση, ἀλλά θέληση τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων.
Οἱ ἀπόστολοι
κήρυτταν στά διαφορά μέρη, βάπτιζαν ὅσους μετεστρέφοντο ἀπό τό κήρυγμά
τους καί ὀργάνωναν τή ζωή τῶν Ἐκκλησιῶν πού ἵδρυαν. Ἐξέλεγαν ἕνα ἱκανό
πρόσωπο μεταξύ τῶν πιστῶν, τό καθιστοῦσαν ἐπικεφαλῆς μιᾶς τοπικῆς
Ἐκκλησίας καί τοῦ ἔδιναν ἐντολή νά ἐκλέξει ἄλλους ἱκανούς πιστούς,
γιά νά τούς καταστήσει σέ κάθε πόλη «πρεσβυτέρους
καί διακόνους».
Μέ αὐτόν τόν τρόπο
ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκλέγει καί ἐγκαθιστᾶ στήν Κρήτη τόν Τίτο καί γράφει:
«διά τόν σκοπόν αὐτόν σέ ἄφησα εἰς
τήν Κρήτη, διά νά διορθώσεις τά ἐλλιπῆ καί νά ἐγκαταστήσεις εἰς κάθε
πόλιν πρεσβυτέρους, ὅπως ἐγώ σέ διέταξα» (Τιτ. α' 5). Δέν παραλείπει
νά προσδιορίσει καί τίς προϋποθέσεις πού πρέπει νά ἔχει κάθε πρεσβύτερος.
Μέ τόν ἴδιο σκοπό ἄφησε καί τόν Τιμόθεο στήν Ἔφεσο καί τοῦ ὑπενθυμίζει:
«νά ἀναζωπυρώνεις τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ,
πού ὑπάρχει μέσα σου διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μου» (Β' Τιμ. α'
6, πρβλ. Α' Τιμ. δ' 14).
Ὁ Τίτος λοιπόν καί
ὁ Τιμόθεος δέν ἠσαν αὐτόκλητοι. Κατεσταθησαν ἐπίσκοποι καί ποιμένες
τῆς Ἐκκλησίας μέ ἐκλογή καί χειροτονία τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Αὐτό
τό «χάρισμα τοῦ Θεοῦ» ἐκλήθησαν
νά μεταδώσουν καί σέ ἄλλους μέ τόν τρόπο πού διδάχθηκαν ἀπό τούς ἀποστόλους·
«ὅπως ἐγώ σέ διέταξα!» (Τίτ. ἅ'
5).
Ἡ χειροτονία δέν
ἦταν ἁπλή τελετή, ἀλλά εἶχε χαρακτῆρα χαρισματικό-μυστηριακό. Τοῦτο
φανερώνεται ἀπό τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου πρός τόν Τιμόθεο: «Εἰς κανένα νά μή ἐπιθέτεις ταχέως τά
χέρια σου!» (Α' Τιμ. ε' 33, πρβλ. Πράξ. ιδ' 23, κ' 28).
Μέ τή χειροτονία
οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας περνοῦν στήν ἀποστολική διαδοχή· ἑνώνονται
σέ μία συνέχη καί ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα μέ τήν ἀποστολική Ἐκκλησία,
πού ἐγγυᾶται γιά τήν καθαρότητα τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς, διά μέσου
τῶν αἰώνων μέχρι σήμερα.
Μέ τήν ἀποστολική
διαδοχή ἡ ἱερωσύνη τῶν σημερινῶν ἐπισκοπῶν τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας
μας καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν της ἀνάγεται στούς ἀποστόλους καί μέσῳ αὐτῶν
στόν ἴδιο τόν Χριστό× ἀποτελεῖ μετοχή στήν ἱερωσύνη τοῦ μόνου ἱερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι διασῴζεται ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία λαμβάνει καί γνωρίσματα
ὁρατά, ὥστε νά μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι γιά τή συνέχεια καί νά μή
κινδυνεύουμε νά πλανηθοῦμε μέ τήν παρουσία τῶν αἱρέσεων.
Μέ τήν ἀποστολική
διαδοχή ὁ ἐπίσκοπος εἶναι πρόσωπο συγκεκριμένο καί ἡ γνησιότητά
του μπορεῖ νά ἐξακριβωθεῖ, ὅπως μπορεῖ κανείς νά ἐξακριβώσει καί
τήν ἑνότητά του μέ τήν Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων. Μποροῦμε λοιπόν
νά γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, τό πρόσωπο δηλαδή πού ἐκφράζει
τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ποῦ βρίσκεται
ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία.
Κλείνοντας τό κεφάλαιο
αὐτό ὑπογραμμίζουμε πώς ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀμεταβίβαστη
καί ἡ θυσία Του μοναδική. Ἡ ἱερωσύνη στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνεξάρτητη
ἀπό αὐτή τήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί ἡ ἀναίμακτη θυσία πού τελεῖται
στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τή μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἱερωσύνη στήν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μετοχή στήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ
καί ἡ ἀναίμακτη θυσία μετοχή στή μοναδική θυσία Ἐκείνου.
Οἱ ἱερεῖς στήν Ἐκκλησία
εἶναι τά ὄργανα, οἱ «οἰκονόμοι», τούς ὁποίους χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστός
γιά νά δωρίσει σέ μᾶς τή σωτηρία, πού ἀπορρέει ἀπό τή δική Του θυσία.
Εἶναι ὁρατές εἰκόνες τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ποῦ ἐνεργεῖ τά πάντα
μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐξουσία τους δέν εἶναι ἀτομική, ἀλλά λειτουργική
καί σχετίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ
κεφαλή Της.
Οἱ ἐπίσκοποι,
καί μέσῳ αὐτῶν ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκονται σέ ἀδιάσπαστη
ἑνότητα μέ τήν ἀποστολική Ἐκκλησία μέσῳ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς
καί ὑπό τήν συνεχῆ καθοδήγηση τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποστολική
διαδοχή ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά τή διαρκῆ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία,
εἶναι ὁ σκελετός τοῦ ἑνιαίου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὄργανο τῆς ταυτότητας
τῆς Ἐκκλησίας διά μέσου τῶν αἰώνων.
Μέ τήν ἀποστολική
διαδοχή καί τόν τρόπο πού μεταδίδεται, δηλαδή μέ τή χειροτονία, ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει ὁρατά γνωρίσματα καί ὁ ἐπίσκοπος καθίσταται
πλέον συγκεκριμένο πρόσωπο καί ἡ γνησιότητά του μπορεῖ νά ἐξακριβωθεῖ.
Ἡ ἑνότητα αὐτή
τῶν ἐπισκόπων μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία ἀποδεικνύει πώς ἡ «αὐθεντία» τους δέν τούς ἐπιτρέπει
νά ἐκφράσουν δικές τους ἀντιλήψεις, ἀλλά μόνο τή «γνώμη τοῦ Χριστοῦ». Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὁ ἐπίσκοπος ἀποτελεῖ
ἐγγύηση τῆς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία καί τῆς χαρισματικῆς
δράσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπου βρίσκεται ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ εἶναι
ἡ καθολική Ἐκκλησία, γιατί ὁ ἐπίσκοπος ἵσταται «εἰς τόπον Θεοῦ», δηλαδή
ὀφείλει πάντοτε νά μένει ἑνωμένος καί νά ἐνεργεῖ σέ ἁρμονία μέ τήν
Ἐκκλησία καί μέ τήν Κεφαλή της, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτό σημαίνει πώς γίνεται
δοῦλος πάντων καί στοργικός πατέρας, ἰδιαίτερα τῶν ἀδυνάτων. Ἔργο
τῆς ζωῆς του εἶναιὄχι ἡ ἱκανοποίηση ὁποιωνδήποτε προσωπικῶν φιλοδοξιῶν,
ἀλλά ἡ σωτηρία τῶν «προβάτων», τά ὁποία δέν ἀνήκουν σ’ αὐτόν ἀλλά
στόν Ποιμένα Χριστό. Τοποθετήθηκε σ’ αὐτή τή θέση ἀπό τόν Κύριο μόνο
γιά νά διακονήσει τά «πρόβατα», ὄχι γιά νά ἀντλήσει ἀπό αὐτή προνομία
ἤ νά κατοχυρώσει σ’ αὐτήν δικαιώματα ἀνεξάρτητα ἀπό τήν οἰκοδομή
τῶν πιστῶν ἤ καί σέ βάρος τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ποιμνίου του.