Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Ἀναφέραμε πώς μέ τό βάπτισμα ὁ πιστός εἰσέρχεται
στήν πνευματική παλαίστρα καί καλεῖται ν’ ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τῶν δυνάμεων
τοῦ σκότους, πού τόν προσβάλλουν ἀπό τά ἔξω μέ τίς αἰσθήσεις καί γεννοῦν
τά πάθη.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν καί μετά τήν ἀναγέννησή του δέν
γίνεται ἄτρεπτος ἀλλά μένει τρεπτός· μπορεῖ νά πέσει καί πάλι· νά αὐτονομηθεῖ
καί νά μή θελήσει νά μείνει ἑνωμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά εἶναι
δυνατόν νά ὁδηγηθεῖ ἐκ νέου στή συμφιλίωση μέ τόν Θεό καί νά ξαναρχίσει
τόν ἀγώνα. Γι’ αὐτό χρειάζεται τήν μετάνοια, γιά τήν ὁποία κάνουμε
λόγο σ’ αὐτό τό κεφάλαιο.
Ὁ πιστός καλεῖται νά μείνει σ’ ὅλη τή ζωή του ἄγρυπνος·
νά ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τῶν παθῶν καί τῆς ἐγωϊστικῆς τάσης του. Πρέπει
νά εἶναι πάντοτε σέ ἐγρήγορση καί νά ἀποβάλει κάθε τι πού τόν ἀπομακρύνει
ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινωνία μέ τούς ἀδελφούς.
Αὐτή ἡ συνεχής προσπάθεια κάθε πιστοῦ νά παραμερίζει
τελείως τόν ἑαυτό του, νά τόν θεωρεῖ πάντοτε ὀφειλέτη τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ καί τῶν ἀδελφῶν καί νά ἀγωνίζεται νά ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτή τήν ἀγάπη,
τόν ὁδηγεῖ σέ διαρκῆ μετάνοια, σέ ἀλλαγή τοῦ νοῦ καί τοῦ ὅλου προσανατολισμοῦ
του, ἀνοίγοντας τό δρόμο γιά τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος
κήρυττε: «μετανοεῖτε ἤγγικε γάρ ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ' 2). Μέ τόν ἴδιο λόγο ἀρχίζει καί ὁ Χριστός
τό κήρυγμά Του: «Ὁ χρόνος ἔχει συμπληρωθεῖ
καί ἐπλησίασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καί πιστεύετε στό εὐαγγέλιο»
(Μαρκ. α’ 15).
Ἡ μετάνοια δέν εἶναι παροδική ὑπόθεση στή ζωή τοῦ
πιστοῦ- γίνεται μόνιμη κατάσταση. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος
λέγει πώς ἡ μετάνοια εἶναι ἀπαραίτητη «γιά ὅλους ὅσους ἐπιθυμοῦν τή σωτηρία· γιά τούς ἁμαρτωλούς καί
γιά τούς δικαίους. Ἡ τελειότητα δέν γνωρίζει ὅρια. Ἔτσι ἀκόμη καί ἡ
τελειότητα τῶν τελείων εἶναι ἀτελής. Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ μετάνοια
μένει μέχρι τή στιγμή τοῦ θανάτου ἀτελής καί ὡς πρός τή διάρκεια καί ὡς
πρός τά ἔργα της».
Αὐτή τή διαρκῆ κατάσταση μετανοίας ζοῦσαν οἱ ἅγιοι
τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν εἶχαν ἵχνος φαρισαϊκῆς αὐτοϊκανοποίησης γιά
προσωπική ἁγιότητα καί προσωπική ἀρετή. Ζοῦσαν πάντοτε σέ κατάσταση
ἄγρυπνης ἑτοιμότητας καί βαθιᾶς μετάνοιας.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἔλεγε: «Εἶναι καιρός καί γιά μένα ν’ ἀναχωρήσω, γιατί κοντεύω νά γίνω
105 χρόνων». Ὅμως οἱ μαθητές του, πού τόν ἄκουσαν νά λέει αὐτά τά λόγια
ἄρχισαν νά κλαῖνε, νά τόν ἀγκαλιά-ζουν καί νά τόν καταφιλοῦν. Ἐκεῖνος
ὅμως, σάν νά ἔφευγε ἀπό μιά ξένη πόλη, γιά νά μεταβεῖ στήν πατρίδα του,
συζητοῦσε χαρούμενα καί τούς συμβούλευε νά μήν παραμελοῦν τούς κόπους
καί νά μήν ἐγκαταλείπουν τήν ἄσκηση, ἀλλά νά ζοῦν σάν νά ἐπρόκειτο νά
πεθάνουν κάθε μέρα:
«Ἐγώ ἀκολουθῶ τό δρόμο τῶν πατέρων», τούς έλεγε· «βλέπω νά μέ καλεῖ
ὁ Κύριος. Σεῖς γρηγορεῖτε καί νά μή χάσετε τήν πολύχρονη ἄσκησή σας,
ἀλλά νά ἀγωνισθεῖτε νά διατηρήσετε τό ζῆλο σας σάν ν’ ἀρχίζετε τώρα
γιά πρώτη φορά. Γνωρίζετε τούς δαίμονες πόσο ἄγριοι εἶναι, ἀλλά καί πόσο
ἀσθενικοί εἶναι στή δύναμη. Μή τούς φοβόσαστε αὐτούς, ἀλλά περισσότερο
νά ἀναπνέετε τόν Χριστό καί νά πιστεύετε σ’ Αὐτόν. Ζῆστε μέ τέτοιο
τρόπο, σάν νά περιμένετε κάθε φορά νά πεθάνετε».
Ἡ ζωή τῆς ἄσκησης καί τῆς μετάνοιας συνοδεύει
λοιπόν τόν ἄνθρωπο σ’ ὅλη τή ζωή του.
β) Τό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετά τό βάπτισμα ὑποκύψει στίς ἐπιθέσεις
τοῦ Διαβόλου καί εἴτε μέ σκέψεις, εἴτε μέ πράξεις, προσβάλει τήν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἀγάπη πρός τά μέλη τοῦ
Χριστοῦ, τότε αὐτή ἡ πράξη ἀποτελεῖ πληγή καί ζημιώνει ὁλόκληρο τό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ συμπεριλαμβάνεται κάθε σκέψη καί πράξη,
πού ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς αὐτονομίας τοῦ ἀνθρώπου.
Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία φροντίζει γιά
τήν ἄμεση θεραπεία τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅμως κάθε ἐκδήλωση ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας
περνάει μέσα ἀπό τήν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ πιστοῦ καί δέν παραβιάζει
τή βούλησή του. Ἄν κάποιος ἐπιλέξει τήν αὐτονομία καί δέν ἐπιθυμεῖ
τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας του μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ ἴδιος
ἀποκόπτει τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό καί δέν τοῦ ἐπιτρέπεται νά μετέχει
στή θεία εὐχαριστία, μέχρι πού νά συνέλθει καί νά ἀλλάξει πορεία.
Ἄν ἀποφασίσει νά ἐπιστρέψει στήν κοινωνία μέ
τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς, τοῦ παρέχεται ἡ συγχώρηση καί προσλαμβάνεται
πάλι μέ ἀγάπη· τοῦ ἀποδίδεται ἡ προηγούμενη θέση στήν τράπεζα τοῦ
Κυρίου καί ἀποκτᾶ ξανά τήν ἐμπειρία τοῦ «ἑνός σώματος», πού συγκροτεῖται ἀπό ὅσους μετέχουν τοῦ «ἑνός ἄρτου» καί τοῦ «ἑνός ποτηρίου» (Α’ Κορ. ι’ 14-21).
Ἡ συγχώρηση δέν δίδεται ἀπό ἀνθρώπους, γιατί ἡ αὐτονομία
καί ἡ ἀποστασία προσέβαλε πρωταρχικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό
μόνο ὁ Θεός συγχωρεῖ ἁμαρτίες (Ἠσ. μγ’ 25), δηλαδή ὁ Πατέρας, διά
τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι (Ματθ. θ’ 6. Μάρκ. β’ 5. Λουκ. ζ’ 48. Ἰω. κ’
22- 23. Ἑβρ. ι’ 17).
Ἀλλά ὁ Χριστός βεβαίωσε τούς μαθητές Του· «καθώς ἔστειλε ἐμένα ὁ Πατέρας
καί ἐγώ ἀποστέλλω ἐσᾶς. Ὅταν εἶπε αὐτό, τούς ἐνεφύσησε στό πρόσωπο
καί πρόσθεσε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο, ἄν συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες κάποιου,
νά εἶναι συγχωρημένες. Ἄν κάποιου δέν τίς συγχωρήσετε, νά παραμείνουν
ἀσυγχώρητες» (Ἰω. κ’ 21-23). «Ἀλήθεια
σᾶς λέγω ὅτι ὅσα δέσετε στή γῆ, θά εἶναι δεμένα στόν οὐρανό καί ὅσα
λύσετε στή γῆ, θά εἶναι λυμένα στόν οὐρανό» (Ματθ. ιη’ 18, ιστ’ 19).
Ὁ πνευματικός εἶναι τό ὄργανο τοῦ Χριστοῦ, οἰκονόμος
τῶν μυστηρίων καί τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου (Α’ Κορ. δ’ 1. Α’ Πέτρ. δ’
10)· δέν εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος, ἀλλά ὁ Θεός πού διά μέσου αὐτοῦ συγχωρεῖ
τίς ἁμαρτίες. «Ἐάν ὁμολογοῦμε τίς
ἁμαρτίες μας, αὐτός εἶναι ἀξιόπιστος καί δίκαιος, ὥστε νά συγχωρήσει
τίς ἁμαρτίες καί νά μᾶς καθαρίσει ἀπό κάθε ἀδικία. Ἄν ποῦμε πώς δέν
ἔχουμε ἁμαρτήσει, Τόν κάνουμε ψεύτη καί ὁ λόγος Του δέν εἶναι μέσα μας.
Παιδιά μου, αὐτά σᾶς τά γράφω γιά νά μή ἁμαρτήσετε. Ἀλλά ἄν κανείς ἁμαρτήσει,
ἔχουμε Παράκλητο πρός τόν Πατέρα Ἰησοῦ Χριστό δίκαιο. Αὐτός εἶναι
ἱλασμός τῶν άμαρτιῶν μας καί ὄχι μόνο τῶν δικῶν μας ἀλλά καί ὅλου τοῦ
κόσμου» (Α’ Ἰω. α’ 9. β' 2).
Ἡ ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν γίνεται ἑνώπιον τῶν ἀνθρώπων·
ἐκείνων πού ἔλαβαν τό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά συγχωροῦν ἁμαρτίες
στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή Του (Ἰω. κ’ 21-23). «Ἄς σοῦ συγχωρήσει ὁ Θεός δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ
ὅλα... πήγαινε εἰς εἰρήνη, χωρίς νά ἔχεις καμμία φροντίδα γιά τό παραπτώματα
πού ἐξομολογήθηκες», ἀναφέρεται στήν ψύχή πού ἀπαγγέλλει ὁ πνευματικός
ἱερέας.
γ) Γνήσια ἐξομολόγηση
Ὁ ἐξομολόγος ἀποκαλεῖται καί πνευματικός γιατρός,
μπροστά στόν ὁποῖο καλεῖται νά ταπεινωθεῖ ὁ ἐξομολογούμενος, γιά
νά βρεῖ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού δίδεται στις ταπεινές ψυχές (Ἰακ. δ’ 6.
Α’ Πέτρ. ε’ 5):
«Φανέρωνε τήν πληγή σου στόν πνευματικό γιατρό, λέγε του καί μή
ντραπεῖς. Δικό μου εἶναι τό τραῦμα, πάτερ, δική μου εἶναι ἡ πληγή. Ἀπό
τή δική μου ραθυμία συνέβη καί κανείς ἄλλος δέν μοῦ φταίει γι’ αὐτό· οὔτε
ἄνθρωπος, οὔτε δαίμονας, οὔτε σάρκα, οὔτε τίποτα ἄλλο· μόνο ἡ δική
μου ἀμέλεια. Γίνε κατά τήν ὥρα τῆς ἐξομολόγησης σάν κατάδικος καί
στήν ὄψη καί στό λογισμό. Σκύψε μέ ντροπή τό πρόσωπο στή γῆ, βρέχε ἄν μπορεῖς
μέ θερμά δάκρυα τά πόδια τοῦ γιατροῦ, σάν νά ἦσαν τά πόδια τοῦ Χριστοῦ» (ἁγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακας).
Ἐδῶ ἔχουν τή θέση τους τά λόγια τῶν προφητῶν τῆς
ΙΙαλαιᾶς Διαθήκης:
«Διαρρήξατε τάς καρδίας ὑμῶν καί μή τά ἱμάτια ὑμῶν καί ἐπιστράφητε
πρός Κύριον τόν Θεόν ὑμῶν, ὅτι ἐλεήμων καί οἰκτίρμων ἐστί, μακρόθυμος
καί πολυέλεος...»· μή σχίζετε τά ροῦχα σας ἀλλά
τίς καρδιές σας ἀπό τόν πόνο τῆς μετάνοιας καί τή συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς,
ἐπιστρέψτε στόν Κύριο γιατί εἶναι ἐλεήμων καί οἰκτίρμων, μακρόθυμος
καί πολυέλεος (Ἰωήλ β’ 13).
«Ἡμάρτομεν, ἠσεβήσαμεν, ἠδικήσαμεν, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ἐπί
πᾶσι τοῖς δικαιώμασί σου» (Βαρούχ β’ 12)·
«ἐγεννήθημεν ὡς ἀκάθαρτοι πάντες
ἡμεῖς, ὡς ράκος ἀποκαθημένης πάσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (Ἠσ. ξδ’
6, πρβλ. Δαν. θ’ 5. Παροιμ. κ’ 9).
Ἡ γνήσια ἐξομολόγηση χαρίζει στόν πιστό τήν ἄφεση
τῶν ἁμαρτιῶν καί τόν ἀποκαθιστᾶ στήν Ἐκκλησία. Ὅμως αὐτό δέν σημαίνει
πώς μπορεῖ νά μείνει ἀνέμελος. Εἰσέρχεται καί πάλι στήν πνευματική
παλαίστρα καί καλεῖται σέ συνεχῆ προσπάθεια, νά κατανικήσει τά πάθη,
πού μέ τήν ἁμαρτία ἐνισχύθηκαν περισσότερο καί ἀσκοῦν πάνω του μεγαλύτερη
δύναμη. Πρέπει νά ἐπιστρέψει «ἀπό
ὅλας τάς ἁμαρτίας του, τάς ὁποίας ἔπραξε» καί νά φυλάξει «πάσας τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ» καί νά πράξει
«δικαιοσύνην καί ἔλεος» (Ἰεζ. ιη’
21, βλ. καί ιη’ 23-32, λγ’ 10-20).
δ) Τά ἐπιτίμια
Γιά νά βοηθηθεῖ ὁ πιστός στόν ἀγώνα του νά κατανικήσει
τά πάθη, ὁ πνευματικός ἐπιβάλλει μερικές φορές τά λεγόμενα ἐπιτίμια.
Εἶναι παιδαγωγικά μέσα πού ἐπιβάλλονται άνάλογα μέ τήν κάθε περίπτωση·
δέν εἶναι ποινές, ἀλλά ἀπαραίτητα φάρμακα γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ
κινδύνου πού προέρχεται ἀπό τά πάθη.
Κλείνοντες ὑπογραμμίζουμε πώς μέ τό μυστήριο τῆς
ἐξομολόγησης ὁ ἄνθρωπος προσφέρει στόν Θεό τή μετάνοια καί τή συντριβή
του καί ὁ Θεός παραχωρεῖ στόν ἄνθρωπο τή χάρη Του καί τό ἔλεός Του, ἀποκαθιστώντας
τον στήν ἀγάπη καί στήν κοινωνία μέ τούς ἀδελφούς. Μέ τήν αὐτονόμησή
του ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε ἀπέναντι στόν Θεό καί στούς ἀδελφούς του, διέσπασε
τήν κοινωνία ἀγάπης πού συνδέει ὅλα τά μέλη ἀναμεταξύ τους μέ τήν Κεφαλή
καί συναρμο-λογεῖ τό ὅλο Σῶμα. Γι’ αὐτό καί ἡ συγχώρηση ἀποτελεῖ ἀποκατάσταση
τοῦ ἁμαρτωλοῦ στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκ νέου εἴσοδό του στήν πνευματική
παλαίστρα, γιά νά ἀγωνισθεῖ μαζί μέ ὅλους τούς ἀδελφούς, σύμφωνα μέ
τούς κανόνες πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θέσπισε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου